Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Νέα σχέση Ελλάδας-Ρωσίας: Είναι εφικτή; – Παναγιώτης Ιωακειμίδης

Ο Παναγιώτης Ιωακειμίδης γράφει για τη συνάντηση Μητσοτάκη – Πούτιν, αναλύει αυτά που ενώνουν, αλλά και αυτά που χωρίζουν τις δύο χώρες και την επόμενη μέρα τόσο των ελληνορωσικών όσο και των ευρωρωσικών σχέσεων.

Σε μια περίοδο που η Ελλάδα εμφανίζεται να έχει προσανατολιστεί πλήρως στην πολιτική και σχέση με τις ΗΠΑ, η Αθήνα επιχειρεί επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία με την πρόσφατη συνάντηση του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη με τον ρώσο πρόεδρο Πούτιν αλλά και την επίσκεψη του υπουργού Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Μ. Βαρβιτσιώτη στη Μόσχα, επίσκεψη που συνοδεύθηκε με την υπογραφή δέσμης συμφωνιών.

Η συνάντηση Μητσοτάκη εγγράφεται σε μια διπλή διαδικασία: πρώτον, ως εξισορροπητικό βήμα για τη βελτίωση των διμερών σχέσεων που τα τελευταία χρόνια είχαν κάπως εξασθενήσει ως αποτέλεσμα διάφορων παραγόντων (π.χ. αντίθεση Ρωσίας στη Συμφωνία των Πρεσπών για την ομαλοποίηση των σχέσεων Αθήνας – Σκοπίων, ορισμένα εκκλησιαστικά θέματα, κ.λπ.), δεύτερον, ως κίνηση στην προσπάθεια ορισμένων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) να επεξεργαστούν μια μέθοδο για την αποκατάσταση διαλόγου και συνεργατικής σχέσης ανάμεσα σε ΕΕ και Ρωσία.

Η Ελλάδα θα πρέπει να έχει τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με τη Ρωσία. Ιστορία, πολιτισμός, θρησκεία, γεωπολιτική αυτό υπαγορεύουν. Αν και ο ιστορικισμός στις ελληνορωσικές σχέσεις θα πρέπει να ξεπεραστεί. Η Ρωσία είναι μια μεγάλη δύναμη, μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, που έχει επεκτείνει τελευταία εντυπωσιακά την επιρροή της στον χώρο της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου ενώ παραδοσιακά έχει ισχυρή παρουσία στα νερά του Αιγαίου και της Μεσογείου.

Τις καλύτερες επομένως σχέσεις, χωρίς αυταπάτες όμως. Στα δύο ζωτικά θέματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στο Κυπριακό, η Ρωσία δεν είναι αναφανδόν στο πλευρό της Ελλάδας όπως συχνά λέγεται και κάπως ακλόνητα φαίνεται να πιστεύεται από μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Αλλά αυτό δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει δεδομένων των γεωπολιτικών παραμέτρων και ιδιαίτερων σχέσεων της Ρωσίας με την Τουρκία. Εάν η Ρωσία αναγκαστεί να επιλέξει μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, θα επιλέξει την Τουρκία, αν και θα ήθελε να αποφύγει τέτοιου είδους επιλογές.

Τείνουμε να πιστεύουμε ότι στο επίμαχο θέμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο η Ρωσία υποστηρίζει πλήρως την ελληνική θέση. Δεν την υποστηρίζει όμως όπως ακριβώς εννοιολογεί τη θέση αυτή η Ελλάδα. Η Ρωσία υποστηρίζει την εφαρμογή της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS – 1982) με όλες τις πρόνοιές της για το θέμα.

«Προχωράμε με την παραδοχή ότι σε αυτό το θέμα τα κράτη καθοδηγούνται από την κοινή λογική και λαμβάνουν υπόψη τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της περιοχής» λέει η σχετική ανακοίνωση της ρωσικής πρεσβείας στην Αθήνα. Και αυτό κάθε άλλο παρά σημαίνει υποστήριξη στην επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια. Αλλωστε η Ρωσία ως πάγια πολιτική θα ήθελε το Αιγαίο με ευρύτατη ανοιχτή θάλασσα/διεθνή ύδατα και όχι να συρρικνωθεί από το 50% περίπου που είναι σήμερα (με τα έξι μίλια ελληνικά χωρικά ύδατα) στο 20% περίπου (με τα δώδεκα).

Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, η θέση της Ρωσίας εμφανίζεται παγίως υπέρ της δίκαιης βιώσιμης λύσης στη λογική της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας. Και αυτή τη θέση σταθερά υιοθετεί στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Ωστόσο πολλοί υποστηρίζουν (βλέπε άρθρα Χ. Περικλέους, Μ. Δρουσιώτη κ.ά.) ότι η Μόσχα δεν επιθυμεί κατά βάση τη λύση του Κυπριακού και εντέχνως και υπογείως την υπονομεύει. Και ο λόγος είναι απλός: εάν λυθεί το πολιτικό πρόβλημα, η Κύπρος θα ενταχθεί κατά πάσα πιθανότητα στο ΝΑΤΟ, κάτι που βεβαίως με τίποτα δεν θα ήθελε η Ρωσία.

Ωστόσο, πέρα από τα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, υπάρχει και μια ευρύτερη agenda θεμάτων με τη Ρωσία που δημιουργούν σχέση αλληλεξάρτησης και περιλαμβάνουν πρώτα απ' όλα το ενεργειακό (προμήθεια φυσικού αερίου από τη Ρωσία), οικονομία, τουρισμό, πολιτιστικά και εκκλησιαστικά ζητήματα, ζητήματα που συζήτησαν Μητσοτάκης και Πούτιν.

Σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή διάσταση, η Ελλάδα έχει ορθώς επιλέξει έναν ρόλο οιονεί γέφυρας μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας συμπράττοντας με τις χώρες-μέλη εκείνες – Γερμανία (αν και η στάση της μπορεί να αλλάξει με τη νέα κυβέρνηση), Γαλλία, Ιταλία κ.ά. – που επιδιώκουν τη δημιουργία των συνθηκών για διάλογο και κάποια κανονικοποίηση της σχέσης Βρυξελλών – Μόσχας. Αν και οι συνθήκες επί του πεδίου είναι εξαιρετικά δύσκολες μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία (2014) ως ακραία εκδήλωση της «επιθετικής πολιτικής» που ασκεί η Ρωσία του Πούτιν (όπως τη βλέπουν οι Βρυξέλλες). Πολιτική που εκδηλώνεται επίσης με επεμβάσεις σε Γεωργία, Μολδαβία, Ουκρανία αλλά και προσπάθειες διείσδυσης στα Βαλκάνια, επέκτασης της επιρροής σε Ανατολική Μεσόγειο (Λιβύη), Μέση Ανατολή (Συρία), απόσπασης Τουρκίας από Δύση. Και τελευταία με το παιχνίδι γύρω από την παροχή φυσικού αερίου ως μέσου πιέσεων προς την Ευρώπη (για έγκριση του North Stream 2, κ.λπ.). Ενώ στο υπόβαθρο παραμένει η ανησυχία της ΕΕ για την εντεινόμενη αυταρχικότητα του ρωσικού πολιτικού καθεστώτος με παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων, κράτους δικαίου, αλλά και οι ισχυροί προβληματισμοί ως προς το «τι τελικά θέλει» η Μόσχα για την ΕΕ – τον έλεγχό της μέσω διμερών σχέσεων ή τη διάλυσή της; Πάντως είναι σαφές ότι η Μόσχα θέλει να αλλάξει τη μεταψυχροπολεμική αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη.

Παρά τις τεράστιες αυτές δυσκολίες, η ομάδα χωρών που προαναφέραμε εκτιμά ότι θα πρέπει να αποκαταστήσουμε τον διάλογο με τη Μόσχα. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή αν θέλουμε να αποφύγουμε τη συνεχή ένταση με τη μεγάλη αυτή χώρα στην ήπειρό μας. Η Ελλάδα ορθώς συμπράττει στη διαδικασία αυτή ενώ επιδιώκει να ανοίξει νέο κεφάλαιο διμερών σχέσεων με τη Ρωσία. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να επιτραπεί μια διμερής σχέση να λειτουργήσει υπονομευτικά για μια συνολική σχέση συνεργασίας ΕΕ – Ρωσίας όπως ενδεχομένως θα ήθελε η Μόσχα. Η διμερής σχέση αναποφεύκτως περνά μέσα από την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Και ας μη διαφεύγει ότι τελικά η Ρωσία παραμένει αυτό που είχε πει ο Τσόρτσιλ, «ένας γρίφος σ' ένα αίνιγμα τυλιγμένος σ' ένα μυστήριο»...

Ο καθηγητής Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του FEPS και ΕΛΙΑΜΕΠ. Από τις εκδόσεις Θεμέλιο κυκλοφορεί το τελευταίο του βιβλίο «Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης».

Πρώτη δημοσίευση στο Βήμα

Πολυμέσα