Το 1981, η μεγάλη ελληνίδα τραγωδός Ασπασία Παπαθανασίου, που είχα την ευτυχία να είναι δασκάλα μου, ως βοηθός του μεγάλου Δημήτρη Ροντήρη, αλλά και την ευγνωμοσύνη που αξιώθηκα να ακούσω μεταφράσεις μου από ένα από τα τελειότερα υποκριτικά πρόσωπα του τόπου μας, έπαιξε την «Εκάβη» του Ευριπίδη με τον θίασό της «ΔΕΣΜΟΙ» σε προαύλιο γυμνασίου στην Αγία Παρασκευή και σε σκηνοθεσία του Νίκου Περέλη.
Σημείωνα τότε στην κριτική μου στο «ΒΗΜΑ» για τη σπουδαία ευριπιδική τραγωδία: «Στην Ιστορία υπάρχει μια διαλεκτική της βίας. Τις αντιθέσεις του ιστορικού γίγνεσθαι υπερασπίζονται κάποιοι κώδικες ρητορικής. Οσο και να φαίνεται αυτό παράξενο, η βία «λέγεται». Η βία της Ιστορίας δεν έχει το ίδιο ποιόν με τη φυσική βία. Η βία στην Ιστορία είναι λογική, γιατί η ίδια η λογική, ή πάντως ένα είδος λογικής, είναι το κατεξοχήν εξουσιαστικό σύστημα. Η ρητορική βία προηγείται κατά κανόνα της υλικής. Ο λόγος επιχειρηματολογεί και φονεύει πριν από τα όπλα. Ο αντίπαλος έχει σκοτωθεί μέσα στον λόγο, πριν βληθεί στο πεδίο της μάχης. Το αίτιο της φυσικής βίας βρίσκεται μέσα στις συντακτικές δομές του ρήτορα. Η αποκάλυψη αυτής της αλήθειας έγινε από τον Θουκυδίδη. Η ιστορία, όμως, του Θουκυδίδη δεν είναι τραγωδία, γιατί το εικός και το αναγκαίο στην πολιτική ιστορία δεν ανήκουν στην ίδια τάξη με το εικός και το αναγκαίο του τραγικού μεγέθους.
Το φυσικό ως αφύσικο
Υπάρχει και στην «Εκάβη» μια ρητορική της βίας που ΦΑΙΝΕΤΑΙ ως μίμηση του πολιτικού βίου, αλλά δεν είναι παρά διακωμώδησή του. Τα γεγονότα εδώ γελοιοποιούν τον λόγο και τον ανατρέπουν ως την εξάρθρωση. Ο Ευριπίδης εκείνο που είναι «φυσικό» στην Ιστορία το παρουσιάζει ως αφύσικο, με αποτέλεσμα να αμφισβητεί τη λογική και να υπονομεύει τη βεβαιότητά της. Στην τραγωδία αποκαλύπτεται η πραγματική σειρά της διαδικασίας. Τα γεγονότα προηγούνται και ο λόγος δεν είναι παρά το ένδυμα, τα ράκη με τα οποία ο άνθρωπος εκ των υστέρων προσπαθεί να ντύσει τα τετελεσμένα. Στην πολιτική ιστορία η πράξη είναι αποτέλεσμα, στην τραγωδία είναι αίτιο. Στην «Εκάβη» ο ανθρώπινος λόγος ως σύστημα αξιών δοκιμάζεται από την πρώτη σκηνή ως την τελευταία και απορρίπτεται η αξιοπιστία του.
Νομίζω πως δεν υπάρχει πιο σοβαρό σοφιστικό κείμενο από την «Εκάβη», αν βέβαια δούμε τη σοφιστική, τη συκοφαντημένη, ως εργαλείο όπου αποκαλύπτεται η αναξιοπιστία των βεβαιωτικών κρίσεων που απολυτοποιούν τον κόσμο. Στην «Εκάβη» όλα τα πρόσωπα είναι θύματα της λογικής τους. Ο Ευριπίδης, αντιπαραθέτοντας τόσα συστήματα αξιών όσα δρώντα πρόσωπα (Εκάβη, Πολυξένη, Οδυσσέας, Ταλθύβιος, Αγαμέμνων, Πολυμήστωρ), αποδεικνύει το αδιέξοδο και ανασύρει μέσα από τα ερείπια του λόγου το παράλογο της ύπαρξης.
Υστερα από το εξόδιον άσμα του Χορού έχει σφηνωθεί στη συνείδησή μας ένα τοπίο ΑΦΑΣΙΑΣ: η βία ορθώνεται μπροστά μας ως αναίτιο και ανιστόρητο φαινόμενο πέρα από τον χρόνο. Βρίσκεται στη ρητορική των γεγονότων, περιγράφεται, αλλά δεν εξηγείται, και το αναίτιο, το ανεξήγητο, τρομάζει. Η τραγωδία αποκαλύπτει τη δεινότητα του υπάρχειν».
Σκέφτομαι συχνά την ουσία της δημοκρατίας, κυρίως όταν βλέπεις και διαβάζεις έργα, όπως η «Εκάβη», όπου ο ανθρωπισμός ουσίας υψώνει σε σύμβολα πολιτισμού τους αντίπαλους, τους φυλετικούς αλλόθρησκους και αλλόδοξους, τέκνα άλλων από τη δική σου παιδεία, η ηθική και λογική. Οταν ο Ευριπίδης υψώνει στην ομώνυμη τραγωδία του την Εκάβη, μια Τρωαδίτισσα, και μάλιστα βασίλισσα, ως πανανθρώπινο κανόνα, τότε συλλαμβάνεις τον πυρήνα του ελληνικού κλασικού πολιτισμού.
Το 1927 στο Στάδιο
Η «Εκάβη» του Ευριπίδη πρωτοπαίχθηκε στην Ελλάδα, και παγκοσμίως, το 1927 στο κοίλον του Παναθηναϊκού Σταδίου (πριν παραδοθεί το Ηρώδειο από την αρχαιολογική έρευνα). Σκηνοθέτης ήταν ο μέγας κριτικός και συνάμα πρωτοπόρος σκηνοθέτης και δάσκαλος Φώτος Πολίτης, γιος του μεγάλου λαογράφου Νικόλαου Πολίτη. Μεταφραστής ο Απόστολος Μελαχρινός, ένας από τους κορυφαίους δημοτικιστικές του καιρού, που η γλώσσα ήταν κυρίαρχο αξίωμα στα πολιτιστικά πεδία μάχης.
Μουσική είχε γράψει ένας μέγας εθνικός συνθέτης, ο Ριάδης, και τη ζωντανή επί σκηνής ορχήστρα διηύθυνε ο Μανώλης Καλομοίρης. Εκάβη η Μαρίκα Κοτοπούλη, Πολυξένη η αδελφή της Φωτεινή Λούη, σκιά του νεκρού Πολύδωρου ο Δημήτρης Ροντήρης. Τον Πολυμήστορα έπαιζε ο Αιμίλιος Βεάκης, δάσκαλος του Ροντήρη, και τον Οδυσσέα και τον Ταλθύβιο ο δάσκαλος επίσης του Ροντήρη, Π. Γαβριηλίδης, ένας πρωταγωνιστής της εποχής, τον Αγαμέμνονα ο Ν. Βολάνης.
Το 1943, μόλις τελείωνε η Κατοχή και ακολουθούσε ο τραγικός Εμφύλιος, το Εθνικό Θέατρο, με μεταφραστή τον Νικόλαο Ποριώτη, σκηνοθέτη τον Σωκράτη Καραντινό και τους Κλώνη, Φωκά πάντα έξοχους συντελεστές της όψεως, με μουσική των χορικών του Αντίοχου Ευαγγελάτου και χορογραφία της Λουκίας, ανέθεσε τον συνταρακτικό ρόλο της Εκάβης στη μέγιστη πρωταγωνίστρια Ελένη Παπαδάκη, που ερμήνευσε τον ρόλο αυτό μόλις λίγους μήνες πριν από το τραγικό της τέλος. Πολυξένη ήταν η Ελσα Βεργή, Αγαμέμνων ο Τζαβαλάς Καρούσος, Φάσμα Πολύδωρου ο Μήτσος Λυγίζος, Ταλθύβιος ο Νικόλαος Ροζάν και Πολυμήστωρ ο Θάνος Κωτσόπουλος. Εθνική Ελλάδος!
Το 1955, πολύ λίγα χρόνια μετά την εμφύλια σύρραξη, που είχε απαγορεύσει εκ των πραγμάτων και τις εκδρομές στην Επίδαυρο και τη συνύπαρξη σε δημόσιο χώρο άνω των πέντε ατόμων (!), έγινε η επίσημη έναρξη του Φεστιβάλ Επιδαύρου, με το Εθνικό Θέατρο και την «Εκάβη», σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και με πρωταγωνίστρια την Κατίνα Παξινού.
Με εκδρομή από τη γενέθλια πόλη μου Λαμία, με ένα σαράβαλο φορτηγό, γύρω στους πέντε συμπολίτες, τρεις φιλόλογοι, ένας μουσικός, ένας νομαρχιακός σύμβουλος, φτάσαμε μία ώρα πριν από την παράσταση στο αρχαίο θέατρο και μετά την παράσταση και πρόχειρο φαΐ με σάντουιτς γυρίσαμε ξημερώματα στη Λαμία. Είχαμε, όμως, απολαύσει την εναρκτήρια παράσταση του μεγάλου θεσμού, στη μετάφραση του Μελαχρινού, εικαστικά των Κλώνη και Φωκά, μουσική του Μενέλαου Παλλάντιου και χορογραφίες της Μαρίας Καζάζη.
Μια μυθική παράσταση που, σχεδόν αξεπέραστη, εγκαινίασε τον μεγάλο παγκόσμιο πολιτιστικό θεσμό. Η Παξινού ήταν αξεπέραστη Εκάβη, Πολυξένη ήταν η Αννα Συνοδινού (πρώτη εμφάνιση ως αριστούχα απόφοιτος του Εθνικού επί διευθύνσεως Ροντήρη), Πολυμήστωρ ο μέγας Θάνος Κωτσόπουλος, Φάντασμα του Πολύδωρου ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο ίδιος ο Μινωτής έπαιζε τον Ταλθύβιο, τον επίσημο αγγελιαφόρο του ελληνικού στρατοπέδου, Οδυσσέας ήταν ο σπουδαίος Γιάννης Αποστολίδης, ο Βασίλης Κανάκης Αγαμέμνων και η αξέχαστη Αθανασία Μουστάκα ως Θεράπαινα.
Εκλεκτές Εκάβες
Το καλοκαίρι του 1981 ο Λεωνίδας Τριβιζάς, σε μετάφραση του Τάσου Ρούσσου, στο ΚΘΒΕ σκηνοθετεί τη Νέλλη Αγγελίδου ως Εκάβη (με Πολυξένη τη Φιλαρέτη Κομνηνού και σημαντικούς πρωταγωνιστές του θιάσου στους υπόλοιπους ρόλους). Τον ρόλο της τραγικής τρωαδίτισσας βασίλισσας ενσάρκωσαν ακόμα τις δεκαετίες του 1980, του 1990 και του 2000 η Αλέκα Κατσέλη (Εθνικό Θέατρο, 1985, με σκηνοθέτη τον Λάμπρο Κωστόπουλο), η Αννα Συνοδινού (Εθνικό Θέατρο, 1994, σε σκηνοθεσία του Κώστα Τσιάνου), η Δέσποινα Μπεμπεδέλη (με το ΚΘΒΕ, το 2001, σε σκηνοθεσία του Διαγόρα Χρονόπουλου και με το Αμφι-Θέατρο, το 2003, σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου) και η Λήδα Πρωτοψάλτη στο θέατρο ΣΤΟΑ, με σκηνοθέτη τον Θανάση Παπαγεωργίου, το 1999.