Περιγράφει την κατακόρυφη πτώση της ζήτησης των φιλοσοφικών σχολών, ιδιαίτερα των περιφερειακών· τις συνέπειες της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων που θα προσφέρουν απλόχερα σπουδές σε αντικείμενα της μόδας, όπως π.χ. η ψυχολογία, και το πώς όλα αυτά οδηγούν στην ενδεχόμενη διακοπή λειτουργίας πολλών τμημάτων των περιφερειακών πανεπιστημίων από έλλειψη φοιτητών· και την παρακμή τους έως τότε καθώς αναγκάζονται να λειτουργούν με φοιτητές χαμηλών δεξιοτήτων και μειωμένου ενδιαφέροντος, «αιχμάλωτα ακροατήρια» σχολών που και αδιάφορες τούς είναι και επαγγελματικές προοπτικές δεν τους προσφέρουν. «Κανείς δεν μας θέλει», καταλήγει. «Η φιλολογία που ενέπνευσε κόσμο και κόσμο, με τους μεγάλους δασκάλους της, με τους παθιασμένους ερευνητές της, με τα τεράστια (κάποτε) ακροατήριά της, έχει τελειώσει!».
Η κ. Καστρινάκη περιγράφει ωμά μια ζοφερή πραγματικότητα. Αλλά μήπως είναι διαφορετικά τα πράγματα αλλού; Η ενασχόληση με τον σύνθετο λόγο και σκέψη φαίνεται να ενδιαφέρει όλο και λιγότερο τις νέες γενιές που γαλουχούνται ψηφιακά σε ένα καθεστώς αδιάλειπτης διαδοχής εικόνων. Στον κόσμο αυτό, οι προοπτικές των ανθρωπιστικών σπουδών φαντάζουν εξαιρετικά περιορισμένες, αν όχι ανύπαρκτες. Iσως το αντικείμενο διασωθεί ως μουσειακό είδος, όπως «διασώθηκαν» οι θεολογικές σπουδές στον σύγχρονο κόσμο. Iσως κάποια μεγάλα και πλούσια αμερικανικά πανεπιστήμια καταφέρουν να διατηρήσουν κάποιες νησίδες επιδοτώντας πλουσιοπάροχα τους φοιτητές ή δημιουργώντας ψευδοεπιστημονικά αντικείμενα, όπως οι σπουδές φυλής και φύλου.
Υπάρχει όμως ένα παράδοξο: οι ίδιες τάσεις που οδηγούν στην απαξίωση των ανθρωπιστικών σπουδών κουβαλούν μέσα τους και μια τεράστια ευκαιρία γι' αυτές. Ο εικονικός κόσμος επιχειρεί να υποκαταστήσει τον «πραγματικό» κόσμο, αλλά μάλλον δεν θα καταφέρει να τον καταπιεί. Το πιο πιθανό είναι οι δύο κόσμοι να συνυπάρχουν πλάι πλάι.
Αν αυτή είναι όντως η εξέλιξη των πραγμάτων, τότε ο «πραγματικός» κόσμος θα κληθεί να διαχειριστεί τα προβλήματα που δημιουργεί ο εικονικός, όπως ακριβώς ο δεύτερος δημιουργήθηκε για να λύσει προβλήματα του πρώτου. Ποια όμως είναι αυτά; Πολλά σχετίζονται με τον ανθρώπινο ψυχισμό, την ανάγκη μας δηλαδή για ουσιαστική επαφή με άλλους, για ουσιαστική επαφή με τον εαυτό μας και για ουσιαστική προσέγγιση ενός υπερβατικού «νοήματος» του βίου. Αν γνωρίζουμε κάτι σήμερα με σημαντικό βαθμό σιγουριάς, αυτό είναι πως η συνεχής και αυξανόμενη ροπή μας για κατανάλωση είτε υλικών, είτε εικονικών αγαθών δεν οδηγεί στην ικανοποίησή της, αλλά, αντίθετα, σε ένα αίσθημα ματαίωσης και αδιεξόδου, κάτι που διαπιστώνουμε άλλωστε και στην κατακόρυφη αύξηση των ψυχικών νοσημάτων, ιδίως μεταξύ των νέων. Η πρόληψη και αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών προϋποθέτει την απόκτηση εξελιγμένων δεξιοτήτων διαχείρισης του βίου. Και αυτές με τη σειρά τους σχετίζονται άμεσα με τις ανθρωπιστικές σπουδές.
Υπάρχει όμως ένα παράδοξο: οι ίδιες τάσεις που οδηγούν στην απαξίωση των ανθρωπιστικών σπουδών κουβαλούν μέσα τους και μια τεράστια ευκαιρία γι' αυτές.
Οι προκλήσεις αυτές θα απαιτήσουν τη ριζική αναδιοργάνωση της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ώστε να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στις παθογένειες της εικονικής κυριαρχίας με στόχο να καλλιεργηθεί από πολύ μικρή ηλικία η αγάπη για τον σύνθετο λόγο και σκέψη. Οσο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση θα χρειαστεί να αποκοπεί από τη λειτουργία της «επαγγελματικής αποκατάστασης», αφού και τα επαγγέλματα θα αλλάζουν συνεχώς και η έννοια της διά βίου αποκατάστασης χάνεται. Η μετάβαση δεν θα είναι εύκολη. Οι θεσμοί, στη συγκεκριμένη περίπτωση η Παιδεία, είναι γερασμένοι και δυσκίνητοι. Κυνηγούν την ουρά τους αντί να καινοτομούν. Το μόνο σίγουρο είναι πως οι εξελίξεις θα είναι αφόρητα πιεστικές: θα αναγκαστούμε να επανεφεύρουμε και να αναβαθμίσουμε τις ανθρωπιστικές σπουδές.
*O κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.