Συνέβη λοιπόν. Ένα χρόνο μετά τις προεδρικές εκλογές και την απογοητευτική της απόδοση, η τουρκική αντιπολίτευση κερδίζει τις έξι μεγαλύτερες πόλεις, Κωνσταντινούπολη, Αγκυρα, Σμύρνη, Αδανα, Αττάλεια, Προύσα. Η Τουρκία ξύπνησε ασφαλώς πιο αισιόδοξη σήμερα, όπως και όλοι όσοι υποστηρίζουν τη διάσωση της δημοκρατίας της.
Αν το κυβερνών κόμμα έβγαινε κυρίαρχο και από αυτές τις κάλπες η ροπή του προς τον αυταρχισμό θα αυξανόταν γεωμετρικά χωρίς πάντως να αποκλείεται αυτό να συμβεί και τώρα ως αντίδραση στην αναδυόμενη δύναμη της αντιπολίτευσης.
Οι κάλπες των δημοτικών εκλογών επιβεβαίωσαν τη διαίρεση ανάμεσα στα αστικά κέντρα και τη «βαθειά ανατολή», το χάσμα ανάμεσα στη νεολαία και τις μεγαλύτερες ηλικίες, τα παράλια και την ενδοχώρα. Η νίκη της αντιπολίτευσης προέκυψε επειδή αυτές οι κατηγορίες ψηφοφόρων πήγαν μαζικά στις κάλπες για να ψηφίσουν τους υποψήφιους της.
Προέκυψε όμως και από την απογοήτευση ψηφοφόρων του Ερντογάν για την αθέτηση υποσχέσεων σχετικά με το κόστος ζωής και τις κοινωνικές παροχές. Ας μην ξεχνάμε, ότι στις δημοτικές εκλογές κατέβηκε και ένα ακόμη ισλαμικό κόμμα, αυτό του υιού Ερμπακάν.
Ωστόσο, παρά το πολύ ηχηρό μήνυμα που οι Τούρκοι πολίτες έστειλαν στο καθεστώς, η επίδραση του στην κεντρική πολιτική σκηνή μπορεί να είναι ισχυρή αλλά δεν μπορεί να λάβει τη μορφή ανατροπής της σημερινής πλειοψηφίας. Η θητεία Ερντογάν ολοκληρώνεται το 2028 και η κοινοβουλευτική του πλειοψηφία είναι άνετη.
Καθώς τόσο ο ίδιος όσο και το περιβάλλον του έχουν οικοδομήσει την εικοσαετία που κυβερνούν ένα καθεστώς με σχεδόν πλήρη έλεγχο των μέσων ενημέρωσης και των οικονομικών πόρων, δεν θα έχουν τη διάθεση να παραδώσουν τα κλειδιά της εξουσίας στην αντιπολίτευση αμαχητί. Θα κάνουν τα πάντα για να εμποδίσουν την επιτυχία των εκλεγμένων δημάρχων.
Προκύπτουν πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα από την έκβαση των δημοτικών εκλογών. Το πρώτο ότι νικητής αναδείχθηκε το παραδοσιακό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, όχι ένας συνασπισμός κομμάτων όπως εκείνος που είχε κατέλθει στις προεδρικές εκλογές. Αυτό λοιπόν το κόμμα που είναι τόσο παλιό όσο και η Τουρκική Δημοκρατία εμπνέει ακόμη εμπιστοσύνη.
Εύλογο το συμπέρασμα ότι αν είχε άλλον υποψήφιο στις περσινές δημοκρατικές εκλογές, τον Ιμάμογλου για παράδειγμα, ήταν πιθανό να τις κέρδιζε. Αλλωστε, στον πρώτο γύρο η διαφορά με τον Ερντογάν ήταν μικρή.
Ένα δεύτερο συμπέρασμα, ότι οι εκλογές στην Τουρκία διεξάγονται δίκαια. Διαφορετικά, το κυβερνών κόμμα που ελέγχει τον κρατικό μηχανισμό θα μπορούσε να νοθεύσει το αποτέλεσμα.
Η διεξαγωγή των εκλογών με δίκαιο τρόπο δίνει στον Ερντογάν πόντους απέναντι στους εξωτερικούς παράγοντες που του καταλογίζουν αντι-δημοκρατική συμπεριφορά. Και θα το χρησιμοποιήσει ως επιχείρημα στις σχέσεις του με την ΕΕ όσο και με τις ΗΠΑ.
Ένα τρίτο συμπέρασμα αφορά τις σχέσεις της Τουρκίας με τον υπόλοιπο κόσμο. Προφανώς, η απόδειξη ότι ο Ερντογάν δεν είναι άτρωτος θα επηρεάσει την εικόνα του στην Ουάσιγκτον και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Αλλά παραμένει Πρόεδρος και είναι πολύ πιθανόν αντί να γίνει διαλλακτικότερος στις εξωτερικές του σχέσεις να ανανεώσει τη συμμαχία του με το εθνικιστικό MHP και να επανέλθει σε πιο σκληρές θέσεις.
Για την Ελλάδα, αν συμβεί αυτό, θα σημαίνει επαναφορά σε καταστάσεις έντασης. Επιπλέον, ένας νέος ένοικος στο Λευκό Οίκο μπορεί να αποδειχθεί ευνοϊκότερος για την Τουρκία. Και σε κάθε περίπτωση αυτό που η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν κάνει είναι να μιλάει με όλο το φάσμα της τουρκικής πολιτικής σκηνής. Περιορίζεται στη διπλωματία κορυφής.
Δεν αρκεί αυτό για να αλλάξει το κλίμα με την Τουρκία, μια χώρα με σύνθετη κοινωνική διάρθρωση, πολλές δυνάμεις πολιτικές, επιχειρηματικές, κοινωνικές με τις οποίες οι αντίστοιχες ελληνικές θα έπρεπε να καλλιεργούν συστηματικό διάλογο.
Η Ινώ Αφεντούλη είναι Εκτελεστική Διευθύντρια του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.