Εχει πάντα ενδιαφέρον η αποτύπωση του ελληνικού φολκλόρ στη σύγχρονη λογοτεχνία, ειδικά μέσα από τις «ρωγμές» μυθιστορημάτων ή διηγημάτων που περιμένουν να τα ανακαλύψεις χωρίς άλλο promotion. Τελευταίο παράδειγμα η Τατιάνα Τολστάγια, δισέγγονη του Τολστόι, η οποία στους «Αιθέριους κόσμους» (εκδ. Loggia, μτφ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου) μετεωρίζεται ανάμεσα στον Γκόγκολ και τον Τσέχοφ, το γήινο και το σουρεαλιστικό για να αποδώσει το μεγαλείο της λεπτομέρειας. Οχι μόνο στη μετασοβιετική Μόσχα, αλλά και στο Παρίσι ή τη Ραβένα («τρέχω σαν την τρελή από εκκλησία σε εκκλησία»).
Στο διήγημα «Μακρινές χώρες» παραδίδει «ένα γράμμα από την Κρήτη σε έναν φίλο στη Μόσχα». Η συγγραφέας βρίσκει έτσι χώρο για το νησί με το οποίο συνδέεται, καθώς ο σύζυγός της Αντρέι Λέμπεντεφ είναι ομότιμος καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Ποιο είναι το μέρος που περιγράφει; Η Τολστάγια δεν φείδεται χαρακτηρισμών: εδώ είναι ένας «παράδεισος» για να πίνεις παγωμένο λευκό κρασί κοιτώντας την αστραφτερή θαλασσινή απεραντοσύνη. Μια λεπτομέρεια, ωστόσο, διεγείρει το συγγραφικό ένστικτο:
«Στην Ελλάδα, στα χωριά, δίπλα στις διάπλατες πόρτες των σπιτιών (με την κόκκινη μεταξωτή κουρτινούλα τραβηγμένη), κάθονται σιωπηλά σε ψάθινες καρέκλες κάτι μοναχικές μαύρες γριούλες. Μόνο μια φορά είδα στο μαγικό χωριουδάκι Μαργαρίτες μια ομάδα τέτοιων μαυροφορεμένων γριών να συζητάνε σιγανά, με το που πλησίασε όμως η ξένη σώπασαν. Οι εδώ άντρες, πάλι, εμφανίζονται πάντα σε ομάδες, πίνουν καφέ στον δρόμο, παίζουν τα κομπολόγια τους και μιλάνε για γυναίκες, για ποδόσφαιρο, για την ακρίβεια και για πολιτική».
Τη γενίκευση ουδείς εμίσησε όταν πρέπει να συμπυκνώσει φευγαλέες εικόνες από εμπειρίες ετών, αλλά η Τολστάγια είναι ακριβοδίκαιη όταν συγκρίνει τις διαφορετικές εποχές της Κρήτης: «Να που πέρασε ένα τέταρτο του αιώνα και η πρώην Κρήτη, η τόσο θελκτική μέσα στην καθαρότητά της, στην απομόνωση, τη βουκολικότητα και την πατριαρχική της παράδοση, ξεθώριασε και γέμισε από μπετονένιες πανσιόν και ξενοδοχεία, ενώ οι απομακρυσμένες της εξοχές... πλημμύρισαν θερμοκήπια και καλύφθηκαν από τα αηδιαστικά, λευκά πλαστικά καλύμματα, προκειμένου κάτω τους να μεγαλώσουν γρηγορότερα οι ντοματούλες για εμάς που έχουμε έρθει να μείνουμε σε αυτές τις πανσιόν από μπετόν και στα πολύχρωμα ξενοδοχεία...». Τελική εντύπωση:
«Στην Ελλάδα, στα χωριά, βλέπεις πάντα άσπρους τοίχους, γαλάζιες πόρτες και πάνω σε ένα ξεχαρβαλωμένο σκαμνί μια μαύρη γριά, που, χωρίς χαμόγελο, κοιτάζει πότε εσένα και πότε τα ακατανόητα βάθη της ζωής της». Αποσπάσματα όπως τα παραπάνω θυμίζουν αίφνης την καταγραφή του Ντον ΝτεΛίλο από τη δική του περιήγηση σε ένα κυκλαδίτικο νησί, όπως την αποδίδει στα «Ονόματα» (εκδ. Εστία, μτφ. Νινίλα Παπαγιάννη, 1996). Εκεί όπου η ελληνική γεωμετρία τον οδηγεί σε μια κινηματογραφική χωροθέτηση:
«Ανελέητο φως... Το χωριό ήταν ένα υπόδειγμα ακανόνιστης γεωμετρίας. Στριμωγμένα στην ανωφεριά, ασβεστωμένα κουτιά τα σπίτια, λαβύρινθος οι δρόμοι, καμάρες, μικρές εκκλησιές σε γαλάζιους χρισμένους τρούλους. Τα ρούχα της μπουγάδας απλωμένα στους τοιχογυρισμένους κήπους, πάντα το αίσθημα του συγκεκριμένου χώρου, κοινά πράγματα, καθημερινή ζωή που συνεχίζεται μέσα στην πελεκημένη αυτή σιωπή... Σκιές απ' αδειανές καρέκλες στην κεντρική πλατεία. Μια μοτοσικλέτα σφύριζε μονότονα στους λόφους πέρα. Το φως ξεχυνόταν αδρό, δεσμευτικό, καθήλωνε τη σκηνή στα μάτια μου σαν μια στιγμή μέσα σ' όνειρο. Ολα διαδραματίζονται σ' ένα προσκήνιο άφωνο, αστραφτερό».
Κι ύστερα ο συγγραφέας φτάνει στη Μάνη – ένα «υπόδειγμα σιωπής, μια έρευνα για να βρει κανείς τον τρόπο και να παραδεχθεί τη θλίψη που σέρνει εντός της κάτι το ανθρώπινο». Στα χωριά της Πελοποννήσου ανακαλύπτει κι αυτός τη γυμνότητα της ύπαρξης: «Μια μαυροφορεμένη γυναίκα καθόταν σ' έναν πάγκο, σ' ένα ξέφωτο γεμάτο λάσπη και πέτρες. Είχε πρόσωπο κοκαλιάρικο, τυλιγμένο σ' ένα τσεμπέρι. Ενα από τα παπούτσια της ήτανε σχισμένο κοντά στον ταρσό».