Παρασκευή Κοψιδά- Βρεττού: Ένα επίκαιρο-ξανά-ερώτημα: Γιατί η Ελλάδα;

Γιατί η Ελλάδα; Είναι το ερώτημα που προκαλεί αμηχανία όχι μόνο στον αμύητο, αλλά και στον επαγγελματία φιλόλογο-και φυσικά στον όποιας γενιάς μαθητή των κλασικών μας σχολείων, το φοιτητή ανθρωπιστικών σπουδών, ακόμα και τον ακαδημαϊκό δάσκαλο. Και τότε μπορεί να παρακολουθήσουμε έναν απομνημειωμένο λόγο, επιδερμικής και ανούσιας ναρκισσιστικής επιχειρηματολογίας, κακέκτυπο διδακτισμού και πληκτικής ρητορικής.

 

Ανάγνωση του βιβλίου της Jacqueline de Romilly: Γιατί η Ελλάδα, εκδ. Το Άστυ, Αθήνα.

Της Παρασκευής Κοψιδά- Βρεττού

Η φιλολογία μας δεν είναι σε θέση να παραγάγει, σχετικά με το θέμα, πειστικό αλλά μόνον πλαστικό ή μεταλλικό, ασήμαντο λόγο. Γι' αυτό και μετεωρίζεται αενάως το ερώτημα μέσα σε μια μηδενίζουσα νόηση, δίπλα από την ιριδίζουσα διάχυτη, άκοπη α-νοησία.

Αυτόν τον αιτούμενο πειστικό λόγο μιας υψηλής συνηγορίας της αρχαίας Ελλάδας και του πολιτισμού της στο σήμερα, έρχεται να διατυπώσει στο βιβλίο της με τον ομώνυμο τίτλο «Γιατί η Ελλάδα;», η μεγάλη Γαλλίδα ελληνίστρια Jacqueline de Romilly (Ζακλίν ντε Ρομιγύ). Στη διάρκεια ολόκληρης της μακρόβιας ζωής της, από το πρώτο φοιτητικό της ταξίδι στην Ελλάδα των μεταπτυχιακών της σπουδών, δεν διείδε τίποτε πιο γνήσιο και καταλυτικό σ' αυτόν τον τόπο από το φως του, τόσο στη φυσική όσο και στην πνευματική, τη μεταφυσική του διάσταση. Κι αυτό ακριβώς παρακολούθησε στις ποικίλες πνευματικές και πολιτισμικές του μεταμορφώσεις, συγκροτώντας τις πολλαπλές όψεις της πλούσιας «βιογραφίας» του.

Γιατί ο πλούτος και η ποικιλία των έργων της Ζακλίν ντε Ρομιγύ δεν είναι παρά μια βιογραφική σύνθεση του ελληνικού πνεύματος σε όλες του τις εκφάνσεις: ποίηση (έπος, λυρική ποίηση, τραγωδία), φιλοσοφία, ιστορία, ρητορική, τέχνη. Και η βιωματική σχεδόν, επιστημονική διείσδυση στο πνεύμα του τόπου και της ιστορικής του προσέγγισης, στην ανάλυση της πολιτικής και οικονομικής συγκυρίας, της ανθρωπολογικής ιδιοσυστασίας του δημιουργικού ανθρώπου της εποχής και της κάθε εποχής.

Γιατί, λοιπόν, η Ελλάδα; Με το απλό-φαινομενικά-ερώτημα, το στοιχειώδες ερώτημα που ακολουθεί τη δεινή ρητορική του άκριτου θαυμασμού, αναλαμβάνει πρώτα να φωτίσει τον εαυτό της και να θεμελιώσει έπειτα για λογαριασμό όλων μας, μιαν εξήγηση για την απόλυτη δια βίου αφοσίωσή της στη μελέτη και την προβολή του ελληνικού πολιτισμού.

Κι έπειτα να απαντήσει σε όλους εμάς-πολίτες του ευρωπαϊκού και του παγκόσμιου χώρου και κληρονόμους του πολιτισμού της Ελλάδας- κατανοώντας την αδεξιότητα και την αμηχανία μας, γιατί αυτός ο πολιτισμός, αυτή η σκέψη, τόσο συστηματική, τόσο πειθαρχημένη, συνεκτική και καθολική, εξακολουθεί αδιατάρακτα να επικαιροποιείται σε κάθε ιστορική εποχή και να προσφέρει όχι μόνον απαντήσεις αλλά τη σαγήνη νέων συναρπαστικών της αναγνώσεων: κάτοπτρο πανοραμικό της ανθρώπινης περιπέτειας του νου, των περιορισμών και των δυνατοτήτων του.

«..Βλέπουμε ότι όλοι οι λαοί της Δύσης», σημειώνει η Ζακλίν ντε Ρομιγύ, «βιώνουν την ίδια περιπέτεια. Όχι μόνο παίζονται οι ελληνικές τραγωδίες –αλλά παίζονται παντού: από τη Γερμανία ως την Ιαπωνία και από τη Σουηδία ως τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ηλέκτρα ή η Μήδεια είναι λευκές, μαύρες, κίτρινες, είναι ντυμένες διαφορετικά αλλά παραμένουν οι ίδιες. Και οι ίδιοι ήρωες ξαναζούν στα σύγχρονα έργα: στον Ανούιγ, στον Σαρτρ, στον Ζιρωντού όπως και στον Ο'Νηλ και επανέρχονται στις ταινίες. Στο Παρίσι πάντως δεν περνάει μια μέρα του χρόνου που να μην μπορούμε να δούμε ένα ελληνικό έργο, και καμιά χρονιά που να μην ανακαλύπτεται μια καινούρια διασκευή, λίγο-πολύ ελεύθερη ή λίγο πολύ πετυχημένη...

Συγχρόνως σε χώρες όπου προσπαθούν να ελαττώσουν ή να καταργήσουν τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, προβάλλονται σε βιβλία τσέπης ή σε φτηνές εκδόσεις οπωσδήποτε κάθε χρόνο. Και γιατί, σε αυτές τις χώρες της Δύσης...ανατρέχουν στα ελληνικά για να ονομάσουν όλες τις σύγχρονες ανακαλύψεις και εφευρέσεις-από την ευθανασία ως τον μεταβολισμό-χωρίς να αναφέρουμε τους πυραύλους ή τους μεγάλους επιστημονικούς στόχους που ονομάζονται Αριάδνη ή Ερμής;...Αναπνέουμε τον αέρα της Ελλάδας κάθε στιγμή χωρίς να το ξέρουμε (σ. 17-18).

Την πρώτη συνθετική απάντηση στο επιτακτικό της «γιατί» θα το περικλείσει στη φράση, την οποία στη συνέχεια θα θεμελιώσει με μιαν ακαταμάχητη επιχειρηματολογία αντλημένη από την εντελεχή ανάγνωση των πρωτότυπων κειμένων: «Ο καθένας γνωρίζει ότι η Ελλάδα και η Αθήνα κατέχονται από ένα μοναδικό πάθος, να κατανοήσουν τον άνθρωπο. Ο καθένας γνωρίζει ότι και οι δύο θέλησαν να ερμηνεύσουν την ανθρώπινη ζωή με ορθολογικό τρόπο και εγκαθίδρυσαν τον πολιτισμό του λόγου.

Με τον τρόπο αυτόν είναι σαφές ότι ξεπερνούσαν τα ενδιαφέροντα των ανθρώπων σε άλλους τόπους και σε άλλους καιρούς» (σ.20). Κι αλλού: «Θέλησα πράγματι να δείξω ότι όλα τα έργα του ελληνικού πολιτισμού κατά την αρχαιότητα...ξεχώριζαν με μια εξαιρετική προσπάθεια προς το ανθρώπινο και το καθολικό». Αλλά τι εννοεί μ' αυτό της το χαρακτηρισμό; «Θα προσεγγίσουμε αυτή την έννοια όταν θα συναντήσουμε, για παράδειγμα, την προσφιλή στους Έλληνες τάση που τους ωθεί σε γενικές επαληθεύσεις σχετικά με τη ζωή, με τους ανθρώπους, με «όλους τους ανθρώπους».

Η τάση αυτή υπάρχει στη λεγόμενη γνωμική ποίηση αλλά ξαναβρίσκεται σχεδόν παντού, στον πεζό λόγο και στους στίχους. Θα πλησιάσουμε επίσης αυτή την έννοια, όταν θα συναντήσουμε την ήδη πιο τελειοποιημένη επιθυμία για τη δημιουργία επιστήμης σχετικής με τον άνθρωπο ή το σύμπαν-φυσική ή ιατρική, ρητορική ή πολιτική επιστήμη. Τελικά όμως πρόκειται για μια μορφή του ελληνισμού που αντιπροσωπεύει μια οριακή περίπτωση» (σ. 22).

Γιατί: πουθενά αλλού, σε κανέναν άλλο πολιτισμό, πριν ή μετά τον ελληνικό, δεν αναδύθηκε ως διανοητική ανάγκη το πάθος για την κατανόηση του ανθρώπου και της ανθρώπινης ζωής. Που διοχετεύεται στο πάθος για την τέχνη του λόγου, της απόδειξης και της ανάλυσης. Και εδώ στεγάζεται όλη η πολυσημία αυτού που αποκαλύφτηκε ως λόγος μέσα από τη σκέψη αυτού του πολιτισμού: λόγος για τη φιλοσοφία, λόγος για τη ρητορική, λόγος για την επιστήμη, λόγος για την ποίηση, λόγος για την πολιτική: έτσι εγκαινιάζεται η πολιτική θεωρία της δημοκρατίας, μέσ'από την εντελεχή ανάλυση όλων των μορφών διακυβέρνησης, και γίνεται η στέγη της ελεύθερης δοκιμής του πνεύματος. Και κάποιες από τις ιδέες που αναλύθηκαν και που εξακολουθούν και θα εξακολουθούν να δοκιμάζουν την ανθρώπινη διάνοια: καθώς παλεύει να συμβιβάσει τις συνθήκες του πολιτισμού με αυτό που αντιπροσωπεύει την ανθρώπινη φύση και που δύσκολα υποτάσσεται.

Γιατί η Ελλάδα; Η Ελλάδα εναντίον της βίας. «Η Ελλάδα ήταν σαν να είχε κινητοποιηθεί εναντίον της βίας και τούτο ενέπνευσε το φλογερό σεβασμό της προς το νόμο. Το συναίσθημα αυτό ερμηνεύτηκε επίσης με ευρύτερες μορφές διότι στη βία αντιτίθεται επίσης η πειθώ...Να πείθεις: ήταν το κίνητρο αυτής της δημοκρατίας για την οποία ήταν τόσο υπερήφανοι οι Αθηναίοι, αφήνοντας τον εξαναγκασμό στους τυράννους».

Η Ελλάδα και η ιδέα της (αριστοτελικής) ευθύτητας: μια εσωτερική διάθεση δίπλα στη δικαιοσύνη, από την οποία αναδύονται οι ιδέες της πραότητας, της κατανόησης, της επιείκειας-συστατικά-εκτός των άλλων της βασικής ιδέας του ελληνικού ανθρωπισμού, που συνθέτει την απόλυτη έρευνα πάνω στην ανθρώπινη μοίρα.

Η Ελλάδα και η ιδέα της ανεκτικότητας: το άνοιγμα προς τους άλλους, η κατανόηση προς αυτό που αντιπροσωπεύουν και η ένταξή του στις διαφορετικές εκδιπλώσεις του ανθρώπινου. Αυτή η πορεία μετατόπισης προς τον άλλο, έχει αρχίσει πρώιμα με τον Όμηρο-τον πιο διαλεκτικό στοχαζόμενο ποιητή –και συνεχίζεται στους μεγάλους τραγικούς και στη φιλοσοφία.(Θα πει ο Οδυσσέας στην Αθηνά, αρνούμενος με συμπόνια να περιγελάσει τον εχθρό του: Όμως με πιάνει θλίψη γι'αυτόν τον έρμο, ας είναι εχθρός μου, που συμφορά φριχτή τον έχει ζώσει. Γιατί δε συλλογιέμαι τη δική του μόνο την τύχη, μα και τη δικιά μου, μια και το βλέπω ξάστερα πως άλλο τίποτα οι ζωντανοί δεν είμαστε, μονάχα κούφιες σκιές, φαντάσματα κι αγέρας Βλ. Σοφοκλέους, Αίας, στ. 121-126).

Η Ελλάδα και οι λέξεις (η γλώσσα): Αυτές έδωσαν το διαμέτρημα του ελληνικού στοχασμού και διατηρούν την παγκόσμια μοναδικότητα και ακτινοβολία τους μέχρι σήμερα: «Ο έρως δεν είναι ούτε η φιλία ούτε η αγάπη. Ο έρως είναι πραγματικά έννοια σαφέστερη από την αγάπη. Συχνότερα, αυτές οι χρήσεις προϋποθέτουν την ακτινοβολία των συμβόλων ακόμα και όταν έχουν απομακρυνθεί από το αρχικό τους νόημα και έχουν αποκοπεί από τις ρίζες τους: το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα και ο Μαραθώνιος δεν θα επιβίωναν εάν πάρα πολλές γενιές δεν είχαν ακούσει να γίνεται λόγος γι'αυτές τις οριακές σκηνές του φονικού και του κατορθώματος. Και τέλος, θα διαπιστώσουμε ότι οι χρήσεις αυτές συνδέονται με την εξέλιξη της διεθνούς ζωής: τα ελληνικά σύμβολα ανήκουν σε όλους ή σε κανένα. Και, όπως σε πολλούς άλλους χώρους, η αρχαία Ελλάδα μας προσφέρει μια γλώσσα για την οποία θα πω, ακόμα μια φορά, ότι είναι οικουμενική». (σ. 289).

Και απαντώντας συνθετικά στα άπειρα ακόμα και τεκμηριωτικά γιατί, που προκύπτουν από τη μελέτη των κειμένων και τις πραγματώσεις της ελληνικής τέχνης, η Γαλλίδα ελληνίστρια στήνει απέναντί της τον πιο δυσκολόπειστο-υποθετικό- αμφισβητία:
-Καλά, οι Ελληνες επινόησαν και ανάλυσαν αυτές τις ιδέες. Σε ποιο βαθμό ήταν ικανοί και να τις εφαρμόσουν;
-Οι Έλληνες, θα πει, αποφασιστικά (και γνωρίζοντας η ίδια τη «βιοχημεία» της ανθρώπινης φύσης), ήταν εκείνοι που έμαθαν και δίδαξαν και στους άλλους τι θα έπρεπε να είναι, εκείνοι σφυρηλάτησαν με τη δύναμη του νου-και όχι απλώς με το ένστικτο ή το συναίσθημα- την πειθώ αξιών και έφτασαν στο σημείο να ορίσουν και να βιώσουν τον αρχέτυπο θάνατο γι' αυτές (Σωκράτης). Η μεγάλη διαφορά από αλλού είναι ότι οι Έλληνες πήραν ασχημάτιστες αρχές, εμπνεύσεις, μύθους και παραδόσεις και τους έδωσαν το σχήμα μιας νόησης καθολικής. Πολλοί λαοί-σημειώνει εύστοχα η Ζακλίν ντε Ρομιγύ-θα είχαν ασφαλώς παραδεχθεί ότι μια αδελφή οφείλει να θάψει τον αδελφό της. Οι λαοί όμως αυτοί δεν έγραψαν μια Αντιγόνη.

Θα έλεγα επιλογικά ότι πολλοί είναι οι λόγοι που μας οδηγούν-ξανά- στην αναζήτηση εκείνης της σκέψης των αρχαίων κειμένων, της γλώσσας μιας τέχνης που υπηρέτησε το κάλλος, στην ενσώματη-υλική, και στην πνευματική και ηθική του διάσταση. (Όπως μοναδικά έθεσε τα προβλήματα και όπως επεχείρησε να τα «θεραπεύσει» πάνω στο ανατομικό τραπέζι της ανθρώπινης φύσης).

Μια καθολική «ύβρις» που εκδηλώνεται ως οικονομικό και αύθαδες imperium, ως κοινωνική και πολιτισμική απαγρίωση του ανθρώπου: να τι μας κατευθύνει πάλι σήμερα εκεί. Το βιβλίο της Ζακλίν ντε Ρομιγύ «Γιατί η Ελλάδα;», ερώτημα και απάντηση μαζί, είναι μια συγγραφή που ανήκει στην παράδοση της μεγάλης και γλαφυρής φιλολογίας. Κι έρχεται σ' αυτό ακριβώς να βοηθήσει: να μεσολαβήσει δηλαδή, με στοχασμό και ευγένεια λόγου, ανάμεσα στα κείμενα και σε μας, υπογραμμίζοντας –όπως οι παλιοί σοφοί δάσκαλοι- το βάθος και το άπλωμα σε λαούς και ιστορικές συγκυρίες, αυτής της σκέψης, αυτής της Τέχνης της Ζωής.

Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού
Διδάκτωρ Φιλολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών

 

 

1 σχόλιο

  • ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΙΤΣΑΚΗ

    δημοσιεύθηκε από ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΙΤΣΑΚΗ

    Δευτέρα, 18 Φεβρουαρίου 2013 14:29

    Εξαιρετικό άρθρο. Μακάρι όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι του τόπου να μοιράζοναται τις ίδιες απόψεις
    Κιτσάκη Βασιλική

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline