Οι λέξεις-κλειδιά είναι «ατελείωτο» και «πάρτι». Το «πάρτι» τεκμηριώνεται από το γεγονός ότι η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πρατηριούχων Εμπόρων Καυσίμων (ΠΟΠΕΚ) σε παλαιότερη εκτίμησή της (2017) υπολόγισε ότι τα τελευταία 20 χρόνια έχουν χαθεί από τα δημόσια ταμεία 25 δισ. ευρώ από τη λαθραία διακίνηση καυσίμων. Ενώ το ρεπορτάζ της «ΚτΚ» εκτιμά ότι σήμερα το κράτος χάνει σε ετήσια βάση 250-300 εκατ. ευρώ, που είναι πολύ περισσότερα. Το «ατελείωτο» τεκμηριώνεται από το γεγονός ότι το 2007 ξεκίνησε η προσπάθεια που την «έθαψαν» αργότερα και επί της σύντομης πρωθυπουργίας του ΓΑΠ (2011-2012) έγινε άλλη μια αποτυχημένη προσπάθεια για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Για άλλη μια φορά θα ευλογήσω τα γένια μου. Στις 12.3.2017 έγραψα σε τούτη τη στήλη για το θέμα με τίτλο «Τα καύσιμα που καίνε τα δημόσια έσοδα», από όπου αντιγράφω ένα εκτενές απόσπασμα. Σήμερα, μάλιστα, είναι πιο επίκαιρο από ποτέ!
«[...] Το θέμα είναι πολύ μεγάλο και πολύπλοκο. Δεν έχω καμία πρόθεση να το αναλύσω. Θα αναφερθώ μόνο σε μια πτυχή του προβλήματος που αποδεικνύει για άλλη μια φορά την προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίζουμε τα μεγάλα θέματα στη χώρα μας. Οπως λένε οι Αγγλοσάξoνες: "If you fail to plan, you are planning to fail".
Είμαι βέβαιος ότι όλοι θα έχετε ακούσει ή διαβάσει για τα περίφημα συστήματα εισροών και εκροών που βάσει νόμων (πολλών νόμων) θα έπρεπε να εγκατασταθούν στα πρατήρια καυσίμων και αλλού. Αφεθήκαμε να πιστεύουμε ότι η εγκατάσταση των συστημάτων εισροών / εκροών θα έλυνε το πρόβλημα. Ηδη το 98% των πρατηρίων έχουν εφοδιαστεί με τέτοια συστήματα. Αλλά δυστυχώς, τα πράγματα είναι πολυπλοκότερα. Η εγκατάσταση των συστημάτων είναι μεν αναγκαία συνθήκη αλλά δεν είναι ικανή για την επίλυση του προβλήματος.
Τα υγρά καύσιμα διακινούνται και εμπορεύονται βάσει του όγκου (λίτρα). Οπως όλοι θυμόμαστε από τη φυσική, ο όγκος μεταβάλλεται με τη θερμοκρασία. Υψηλή θερμοκρασία μεγαλύτερος όγκος και αντίστροφα. Μάλιστα στα υγρά η συστολή και η διαστολή είναι πολύ μεγαλύτερη από τα στερεά. Ετσι ένα πρατήριο μπορεί να παραλάβει 20.000 λίτρα και να «πουλήσει» περισσότερα ή λιγότερα χωρίς ούτε να κλέβει, ούτε να έχει απώλειες, ανάλογα με τη θερμοκρασία παραλαβής και τη θερμοκρασία παράδοσης. Ακριβώς για τον λόγο αυτό τα δεδομένα που συγκεντρώνονται από τα συστήματα εισροών / εκροών απαιτούν σημαντική επεξεργασία για να είναι αξιοποιήσιμα. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η δυσκολία του εγχειρήματος.
Λίγη αριθμητική και θα διαπιστώσετε το μέγεθος του προβλήματος. Μέσα σε έναν χρόνο τα καύσιμα που διαθέτουν τα πρατήρια είναι περίπου 4,5 εκατομμύρια τόνοι. Αν υποθέσουμε ότι σε κάθε γέμισμα τα οχήματα βάζουν 30 λίτρα καύσιμο, ποσότητα που είναι πολύ υψηλή για τον μέσο όρο, έχουμε ότι μέσα σε έναν χρόνο γίνονται περίπου 150 εκατομμύρια εκροές σε όλη την Ελλάδα, δηλαδή δημιουργούνται περίπου 411.000 εγγραφές κάθε μέρα από όλα τα συστήματα εισροών / εκροών! Κάθε μία εγγραφή αποτελείται από πολλά στοιχεία: ταυτότητα πρατηρίου, αντλία, είδος καυσίμου, ημέρα και ώρα και άλλα. Δηλαδή, έχουμε εκατομμύρια δεδομένα καθημερινά. Αυτά είναι ο κατεξοχήν ορισμός των Big Data τα οποία μόνο με πληροφορική μπορούν να αξιοποιηθούν. Η αναζήτηση των αποκλίσεων και η προσπάθεια συσχετισμού των εισροών και των εκροών ενός πρατηρίου μοιάζει με την παροιμιώδη αναζήτηση "του ψύλλου στα άχυρα".
Στο σημείο αυτό υπεισέρχεται μια μοναδική ελληνική παθογένεια. Αντί να αναζητήσουμε και να υιοθετήσουμε το πώς αντιμετωπίζεται το πολύπλοκο αυτό θέμα στο εξωτερικό, αποφασίσαμε, όπως συνηθίζουμε, να το επιλύσουμε μόνοι μας. Βλέπετε έχουμε εθνική αλλεργία στην αντιγραφή επιτυχημένων δράσεων από άλλες χώρες, διότι πρέπει συνεχώς να αποδεικνύουμε ότι είμαστε ο εξυπνότερος λαός του κόσμου και μπορούμε να τα κάνουμε όλα καλύτερα από όλους τους άλλους, που έτρωγαν βελανίδια όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες.
Δεν προτίθεμαι να σας κουράσω με τεχνικές λεπτομέρειες. Με πολύ απλά λόγια θα σας περιγράψω πώς έχουν λύσει το πρόβλημα σε άλλες χώρες. Εκεί λοιπόν, που δεν θέλουν να τα "κάνουν όλα μόνοι τους", υπάρχουν εξειδικευμένες εταιρείες που παρέχουν υπηρεσίες στη διαχείριση καυσίμων (Wetstock Management Services). Αυτές υποδέχονται τις ακατέργαστες πληροφορίες (raw data) από τα συστήματα εισροών / εκροών και με εξειδικευμένο λογισμικό που έχουν αναπτύξει αναλύουν τις πληροφορίες και εντοπίζουν τις πιθανές περιπτώσεις αποκλίσεων. Στη συνέχεια εξειδικευμένοι αναλυτές επικεντρώνονται μόνο στις πιθανές περιπτώσεις κι αν διαπιστώσουν ουσιαστικές αποκλίσεις ενημερώνουν τον "πελάτη" τους για τυχόν προβλήματα και επιτόπιο έλεγχο.
Ετσι οι έλεγχοι γίνονται στοχευμένα στα πρατήρια που βγαίνουν από το "κόσκινο", γι' αυτό και είναι πολύ αποτελεσματικοί. Με τον τρόπο αυτό εντοπίζονται οι αποκλίσεις, οι κλοπές στις αντλίες και τυχούσες διαρροές στις δεξαμενές. Η αμοιβή τους είναι ανά αντλία που παρακολουθούν (monitor). Το μεγάλο όφελος από την υπηρεσία αυτή είναι ότι πληρώνεις για τη συσσωρευμένη εμπειρία της εταιρείας, του λογισμικού και των ειδικών. Αξίζει να σημειωθεί ότι τέτοιες υπηρεσίες παρέχονται πέρα από τα σύνορα μιας χώρας. Για παράδειγμα, εταιρεία που εδρεύει στην Αγγλία παρέχει τις υπηρεσίες της στην Αυστραλία και σε άλλες χώρες. Αλλά φυσικά εμάς δεν μας κάνουν!
Και μερικά στοιχεία για να διαπιστώσετε πόσο αποτελεσματικοί είμαστε. Το 2014 έγιναν 27.365 έλεγχοι και απέδωσαν 18 εκατ. ευρώ. Δηλαδή το κράτος εισέπραξε 658 ευρώ ανά έλεγχο!!! Μάλλον πρέπει να μας στοίχισαν περισσότερο από ό,τι εισπράξαμε. Στο πρώτο εξάμηνο του 2016 πραγματοποιήθηκαν 1.702 έλεγχοι και εισπράξαμε το αμύθητο ποσό των 1,97 εκατ. ευρώ σε πρόστιμα, δηλαδή 1.157 ευρώ ανά έλεγχο! Μπράβο μας. Αυτά γίνονται φυσικά όταν οι έλεγχοι γίνονται τυχαία και όχι στοχευμένα. Οταν πυροβολείς στην τύχη, σπάνια βρίσκεις τον στόχο.
Εχουμε εθνική αλλεργία στην αντιγραφή επιτυχημένων δράσεων από άλλες χώρες, διότι πρέπει συνεχώς να αποδεικνύουμε ότι είμαστε ο εξυπνότερος λαός του κόσμου.
Και φυσικά ακούγεται η μόνιμη επωδός: στελέχη του υπουργείου Οικονομικών κάνουν λόγο για υποστελέχωση της υπηρεσίας, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην επαρκεί το προσωπικό για περισσότερους ελέγχους, αλλά σημειώνουν ότι τα στοιχεία εισροών / εκροών που αποστέλλονται από τα πρατήρια ηλεκτρονικά δεν ελέγχονται, με αποτέλεσμα ένα σύστημα που κόστισε δεκάδες εκατ. ευρώ στο ελληνικό Δημόσιο δεν λειτουργεί.
Και όμως, δεν χρειάζονται περισσότεροι έλεγχοι αλλά λιγότεροι και στοχευμένοι. Πρόσφατη μελέτη του ΕΜΠ διαπίστωσε ότι 1 στα 10 πρατήρια κλέβουν. Υπάρχουν σήμερα περίπου 3.500 πρατήρια στην Ελλάδα και το 10% είναι μόλις 350 πρατήρια. Δηλαδή αν μετά το κοσκίνισμα καταλήγαμε να ελέγξουμε μόνο τα πιθανά πρατήρια που κλέβουν, θα χρειαζόμαστε μόνο 350 ελέγχους.
Οπως έχω ξαναγράψει πολλές φορές, λύσεις υπάρχουν για όλα τα θέματα γιατί άλλοι τα αντιμετώπισαν πριν από εμάς. Εχω πεισθεί ότι δεν τις θέλουμε».
Οπως μπορείτε να διαπιστώσετε, υπέδειξα και τη λύση του προβλήματος, αλλά μάταια. Τώρα μάλιστα μπορώ να σας αποκαλύψω ότι προσωπικά έκανα παρουσίαση της πρότασης σε «αρμοδίους», αλλά πήρα την απάντηση ότι «θα τα κάνουμε μόνοι μας». Δεν έχει νόημα να σας αποκαλύψω τον χρόνο (πολύ πριν από το 2017) και την υπηρεσία, γιατί ο σκοπός μου δεν είναι να εκθέσω πρόσωπα, αλλά να καυτηριάσω λανθασμένες πρακτικές.
Οταν υπάρχουν έτοιμες δοκιμασμένες λύσεις που τις χρησιμοποιούν άλλες χώρες, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν τις «αγοράζουμε», αλλά νομίζουμε ότι εμείς θα τα κάνουμε καλύτερα και φθηνότερα. Χάνουμε 250-300 εκατ. ευρώ τον χρόνο, αλλά αρνούμαστε να πληρώσουμε ένα ελάχιστο ποσό γιατί έχουμε μια αλλεργία με τις ιδιωτικές εταιρείες που παρέχουν υπηρεσίες. Εξακολουθώ να ισχυρίζομαι ότι είμαστε η τελευταία Σοβιετία της Ευρώπης, όπου κάθε τι ιδιωτικό είναι σατανικό. Είμαστε και θα παραμείνουμε κρατιστές, έστω κι αν το πληρώνουμε βαπορίσιο.
Ενδόμυχα πιστεύω ότι δεν θέλουμε να λύσουμε το πρόβλημα. Οπου υπάρχει τάξη βολεύονται οι έντιμοι και οι νοικοκυραίοι. Οπου υπάρχει μπάχαλο βολεύονται πολλοί άλλοι. Και είναι πολλά τα λεφτά!
Για άλλη μια φορά θέλω να κάνω μια απαραίτητη διευκρίνιση. Δεν έχω καμία σχέση με καμία εταιρεία παροχής τέτοιων υπηρεσιών ούτε και θέλω να προωθήσω καμία συγκεκριμένη. Μια αναζήτηση στο Google με το λήμμα «wetstock management services», θα δώσει πληθώρα εταιρειών που παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες. Ενας πρόχειρος διαγωνισμός είναι υπεραρκετός και το πρόβλημα λύθηκε. Ακούει κανείς;
Ο κ. Ανδρέας Δρυμιώτης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων.