Δεν θα αναλάβουμε τον άχαρο ρόλο να αποτιμήσουμε οι εκπρόσωποι ποιας από τις τρεις μεγάλες και ιδεολογικά αλληλένδετες μονοθεϊστικές θρησκείες (της ιουδαϊκής, της χριστιανικής και της ισλαμικής, κατά σειρά εμφάνισης) ευθύνονται για τη δολοφονία περισσοτέρων συνανθρώπων τους στο διάβα της Ιστορίας – και οι τρεις είχαν ενίοτε τη «χρυσή ευκαιρία» να βάψουν τα χέρια τους με αίμα αλλοθρήσκων, ενώ πολύ συχνά τα μακάβρια ποσοστά τους αντικατοπτρίζουν μάλλον τις δυνατότητές τους παρά τις προθέσεις τους.
Τούτων δοθέντων, ελπίζουμε ότι δεν θα εκληφθεί ως «ισλαμοφοβική» η παρατήρηση ότι, εν έτει 2023, ορισμένα από τα ισλαμικά κράτη εξακολουθούν να νομιμοποιούν τη δολοφονία, πρωτίστως των δικών τους πολιτών, μα και κάθε ετερόδοξου, άμα λάχει. Εξυπακούεται ότι ξέμπαρκοι χριστιανοί κι εβραίοι φονταμενταλιστές μακελάρηδες απασχολούν από καιρού εις καιρόν τα πρωτοσέλιδα, αλλά συνήθως δεν υπερβαίνουν τα όρια της ατομικής τρομοκρατίας· κράτη που να σκοτώνουν εν ονόματι μιας θρησκευτικής «ηθικής» εντοπίζουμε πλέον μονάχα στον ισλαμικό κόσμο.
Μπορεί άραγε το ίδιο το ισλαμικό κράτος να θέτει περιορισμούς στην εν λόγω νομιμοποίηση; Μια συναρπαστική ταινία, που προβάλλεται αυτές τις μέρες στους κινηματογράφους μας, ασχολείται διεξοδικά με το ερώτημα. Η «Ιερή αράχνη» (2022) του ιρανού σκηνοθέτη Αλί Αμπάσι ανατρέχει σε μια αυθεντική σειρά δολοφονιών που έλαβαν χώρα στην πατρίδα του κατά τις αρχές του 21ου αιώνα. Στο πρώτο κιόλας δεκάλεπτο της ταινίας μάς αποκαλύπτεται η ταυτότητα του δράστη, σύμφωνα με μια λαμπρή χιτσκοκική παράδοση στα θρίλερ που μεταθέτει την απορία «ποιος το έκανε;» στην απορία «γιατί το έκανε;» και, κατ' επέκτασιν, στη θεμελιώδη/ενοχική απορία εάν εμείς, οι θεατές, συμπάσχουμε με τον θύτη ή με τα θύματά του.
Ο δράστης, ο Σαΐντ, ένας «Τζακ ο Αντεροβγάλτης» α λα περσικά, βετεράνος του ιρανοϊρακινού πολέμου, οικοδόμος το επάγγελμα, εκκαθαρίζει την πόλη του -την «ιερή πόλη» Μασχάντ – από εκείνες τις γυναίκες που, στο τοπικό κοινωνικό «χρηματιστήριο», έχουν και το χαμηλότερο αξιακό αντίκρισμα: τις ναρκομανείς πόρνες. Σε ένα θεοκρατικό καθεστώς όπου οι γυναίκες θεωρούνται εξ ορισμού δευτέρας κατηγορίας (δεν μπορούν να κλείσουν δωμάτιο σε ξενοδοχείο, λόγου χάριν, εάν είναι ανύπαντρες και δεν συνοδεύονται από κάποιον συγγενή τους), οι ναρκομανείς πόρνες αποτελούν τον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας, δυσδιάκριτα διαφορετικό από τα σκουπίδια. Σε αυτήν ακριβώς, την κοινωνική χωματερή, αναλαμβάνει αυτοβούλως να τις στείλει ο Σαΐντ μια ώρα αρχύτερα.
Αυτοβούλως; Εδώ εγείρει ο Αλί Αμπάσι την πρώτη του ένσταση. Πόσο «αυτοβούλως» κινείται ο Σαΐντ όταν η «βούλησή» του συνάδει με τη «βούληση» της πλειονότητας της κοινής γνώμης και, ουσιαστικά, τολμάει να κάνει εκείνο που οι περισσότεροι συντοπίτες του δεν τολμούν να πράξουν από καθαρή δειλία και μόνο; Οσον καιρό ο Σαΐντ παραμένει ασύλληπτος, η κοινή γνώμη πιστεύει ότι ο serial killer χαίρει υψηλής προστασίας και, όταν επιτέλους συλλαμβάνεται (όχι με πρωτοβουλία των έτσι κι αλλιώς «ανόρεχτων» δυνάμεων ασφαλείας), αναγορεύεται εν μία νυκτί σε λαϊκό ήρωα, θαρραλέο εντολοδόχο του Αλλάχ για την «κατά γράμμα» εφαρμογή του Κορανίου. Η σύλληψη του Σαΐντ φέρνει στην επιφάνεια τη διπροσωπία του θεοκρατικού καθεστώτος.
Το καθεστώς συνυπολογίζει τη δημοτικότητα του δολοφόνου και αντιλαμβάνεται ότι, στην πραγματικότητα, δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να υποταχθεί στην καθεστωτική θρησκευτική αντίληψη για τις «μιαρές» γυναίκες και να επιδείξει λίγο πιο πολύ «υπερβάλλοντα ζήλο». Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, μπορεί το ίδιο αυτό καθεστώς, εν καιρώ ειρήνης, να δώσει το ελευθέρας στον κάθε «σαλταρισμένο» να σφάζει «μιαρούς» κατά το δοκούν; Η απάντηση του καθεστώτος θα είναι σολομώντεια και αποστομωτική.