Γιατί το νομοσχέδιο για τα πανεπιστήμια που κατατέθηκε στη Βουλή θα ψηφιστεί εν μέσω γενικής αδιαφορίας; Η κυβέρνηση έχει άλλα θέματα που την καίνε και διεκπεραιώνει μια υποχρέωση που είχε αναλάβει προεκλογικά, έστω και σε μεγάλη απόσταση όσων είχε υποσχεθεί.
Άλλες είναι και οι προτεραιότητες της αντιπολίτευσης ενόψει εκλογών. Υπάρχει η ακρίβεια και η γενική αβεβαιότητα, τα πανεπιστήμια είναι πολύ χαμηλά στο ενδιαφέρον των πολιτών και δεν τραβάνε ως αντιπολιτευτικό χαρτί. Έτσι, αντιδρά για την τιμή των όπλων, τελετουργικά, με επανάληψη συνθημάτων (νεοφιλελευθερισμός, ιδιωτικοποίηση, κ.λπ.) που θα προβάλλονταν έτσι κι αλλιώς, ό,τι κι αν περιελάμβανε ο προτεινόμενος νόμος.
Τα λεγόμενα «κεκτημένα» των φοιτητών δεν θίγονται, οπότε αντιδρούν μόνο οι κομματικοποιημένοι, φέρνοντας σε πέρας πολιτική γραμμή. Οι πρυτάνεις κι αυτοί αντιδρούν εθιμοτυπικά διότι ίσως ξεβολευτούν προσωρινά από μια παγιωμένη κατάσταση που ήξεραν να ελέγχουν. Η εξουσία τους, όχι μόνο δεν θίγεται με τον νέο νόμο, αλλά δυναμώνει και γίνεται απόλυτη και ανεξέλεγκτη.
Τι δείχνουν αυτές οι υποτονικές αντιδράσεις; Όχι ότι βρισκόμαστε απλώς στον νεκρό χρόνο του θέρους, αλλά ότι το νομοσχέδιο δεν φέρνει καμία απολύτως σοβαρή αλλαγή, δεν θίγει καμία κατεστημένη εξουσία, ώστε να υπάρξει αντίδραση. Είναι ένα φαραωνικό κατασκεύασμα που σκεπάζει μέσα στον όγκο του τα κακώς κείμενα. Τι ακριβώς έρχεται να θεραπεύσει ο νόμος αυτός;
• Τα πανεπιστήμια παραμένουν στα χέρια των καθηγητών τους, χωρίς καμία εποπτεία, χωρίς απαίτηση διαφάνειας, χωρίς λογοδοσία. Διατάξεις που έρχονται, υποτίθεται να αντιμετωπίσουν αυθαιρεσίες στις εκλογές των καθηγητών, είναι καθαρά προσχηματικές, αν όχι αλλοπρόσαλλες. Τι είδους νομικό έλεγχο μπορούν να κάνουν τα μέλη των συμβουλίων, τα πέντε εκ των οποίων θα είναι από το εξωτερικό; Και γιατί να κάνει το συμβούλιο νομικό έλεγχο; Πάσχει η διαδικασία στην τυπική, νομική της διάσταση ή μήπως στην ουσιαστική ακαδημαϊκή; Γιατί θα είναι αποτελεσματικότερος ο νομικός έλεγχος του συμβουλίου από τον ισχύοντα νομικό έλεγχο που ασκεί ο πρύτανης διά των διοικητικών υπηρεσιών; Ή από τον νομικό έλεγχο του υπουργείου που υπάρχει και συνήθως δεν ασκείται, ιδίως από τη νυν υπουργό, η οποία ωστόσο τον επανεισηγείται στον νέο νόμο;
• Ο συγκεντρωτισμός, η ασφυκτική ρύθμιση, η ισοπεδωτική εξομοίωση, η γραφειοκρατία, τα μικροφέουδα παραμένουν, αν δεν ενισχύονται. Το νομοσχέδιο φθάνει να ορίσει και τα αυτονόητα: π.χ., ότι «τα μέλη του Εκλεκτορικού Σώματος (για την εκλογή καθηγητή) πραγματοποιούν διαλογική συζήτηση επί του περιεχομένου της εισηγητικής έκθεσης και των απαντήσεων των υποψηφίων». (άρθρο 147.12).
• Η κινητικότητα των φοιτητών είναι δειλή και με αβέβαια αποτελέσματα. Το ευρωπαϊκό Erasmus π.χ., που αποβλέπει στην προαγωγή της ευρωπαϊκής ενοποίησης, έχει χρήματα που δίνουν στους φοιτητές μια κάποια ανεξαρτησία, ενώ παρέχει πρόσβαση σε νέα εκπαιδευτικά συστήματα και ιδρύματα. Οι φοιτητές γνωρίζουν κάτι διαφορετικό από αυτό που ξέρουν. Το ελληνικό Erasmus στο σχέδιο νόμου δεν έχει χρήματα, δεν διασφαλίζει την αναγνώριση των μαθημάτων γιατί δεν προβλέπονται διατμηματικές συμφωνίες και οι φοιτητές δεν θα έρθουν σε επαφή με κάτι πραγματικά διαφορετικό. Το πιθανότερο είναι μικρός αριθμός (επιτρέπεται μέχρι 10% των εισακτέων ανά εξάμηνο) να πάρει κάποιο μάθημα σε ίδρυμα της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης, τον τόπο δηλαδή της κατοικίας των περισσότερων φοιτητών, πράγμα που μπορούν να κάνουν έτσι κι αλλιώς, στις περισσότερες περιπτώσεις, ατύπως.
• Η πρακτική άσκηση, τα βιομηχανικά διδακτορικά, η σχέση με την αγορά υπήρχαν, απλώς επεκτείνονται και ορισμένα θεσμοποιούνται. Θετικό, αλλά δεν συνιστά τομή.
Τα πανεπιστήμια παραμένουν στα χέρια των καθηγητών τους χωρίς καμία εποπτεία, χωρίς απαίτηση διαφάνειας, χωρίς λογοδοσία.
Ο νέος νόμος δεν έρχεται να θεραπεύσει τίποτε καίριο που πάσχει. Ιδιοποιείται ψευδεπίγραφα τη φρασεολογία και τα επιχειρήματα της μεταρρύθμισης, για να τα υποτάξει στα σχέδια των δυνάμεων που έχουν καθηλώσει τα ελληνικά ΑΕΙ στην κατάσταση που είναι. Αντί για παρεμβάσεις που θα τα απελευθέρωναν από μία παραλυτική γραφειοκρατία, θα έδιναν σημασία στην ουσία, θα παρείχαν εφόδια και θα έδειχναν σεβασμό στον μόχθο εκείνων των καθηγητών και φοιτητών που τα κρατούν όρθια και στα χρήματα του ελληνικού λαού που τα στηρίζει, έχουμε μεθοδευμένες ασφυκτικές ρυθμίσεις, παγκόσμιας πρωτοτυπίας, που παραδίδουν τα ιδρύματα στα χέρια του βαθέος πανεπιστημίου με τα μικροσυμφέροντα και τις μικροαντιθέσεις. H μοιρασιά των τιμαρίων σε πρυτανείες και κοσμητείες έχει ήδη αρχίσει προτού καν ο νόμος ψηφιστεί, αφού η άλωση των ιδρυμάτων από μια ανεξέλεγκτη ομάδα τεσσάρων ατόμων στο συμβούλιο διευκολύνεται.
Ήδη η συζήτηση που κυριαρχεί σε καθηγητικούς κύκλους είναι τι απ' όλα θα εφαρμοστεί και πότε θα αρχίσουν οι τροποποιητικές διατάξεις. Ο νόμος καταλαμβάνει 415 σελίδες και η αιτιολογική έκθεση 949. Κανείς –ούτε οι ίδιοι οι άγνωστοι συντάκτες του– δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει εάν μπορεί να εφαρμοστεί και τι συνέπειες θα έχει διότι, μεταξύ άλλων, δεν έχει, όχι μόνο συζητηθεί, αλλά ούτε καν διαβαστεί στην ολότητά του. Η υπουργός βρίσκει τις τρεις εβδομάδες διαβούλευσης πολλές, όταν ο ν. Διαμαντοπούλου, που είχε μεθοδικά σχεδιαστεί με διεθνή συνεργασία και ευρεία διαβούλευση, συζητιόταν οργανωμένα στις σχολές επί έναν χρόνο. Και όσοι λένε ότι ο νόμος 4009/2011 απέτυχε, διαδίδουν απλώς την προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ που ωμά τον κατάργησε.
Εντέλει, η γενική αδιαφορία για τον νέο νόμο δείχνει ότι ελάχιστοι ενδιαφέρονται για τη μεταρρύθμιση του ελληνικού πανεπιστημίου. Οι πιο πολλοί είναι ικανοποιημένοι ή έχουν συμβιβαστεί με ένα πανεπιστήμιο μικρών προσδοκιών και χαμηλών πτήσεων. Ακόμη και με τη βία, αφού δεν ενοχλεί να δέρνεται πού και πού κανένας φοιτητής ή να εξευτελίζονται κοσμήτορες, πρυτάνεις και διδάσκοντες. Οσοι προσβλέπουν σε μια αλλαγή που θα μας συντονίσει με τον διεθνή χώρο έχουν πολλαπλώς ηττηθεί και για άλλη μια φορά απογοητευθεί.
* Η κ. Βάσω Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ.