Γεώργιος Σταθάκης: Διυλιστήρια και πρατήρια

«...Σε σχέση με τη μείωση των τιμών καυσίμων, όπως ξέρετε, οι τιμές των διυλιστηρίων αποτελούν κατά μέσο όρο το 27% των λιανικών τιμών. Οι σταθερές επιβαρύνσεις είναι περίπου 60% και οι μεταβλητές στο 8,5%, ενώ τα έξοδα του λιανεμπορίου είναι μόλις στο 7,5%.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω στοιχεία, οι τιμές των διυλιστηρίων μειώθηκαν κατά την εξεταζόμενη περίοδο περίπου, κατ' αναλογίαν, γύρω στο 32% με 33% και η μέση λιανική τιμή, εφ' όσον δεν είναι αναλογικά, κατά 13%. Δηλαδή υπάρχει μία μείωση των τιμών. Προφανώς, δεν ακολουθεί επακριβώς τη μείωση των τιμών του πετρελαίου, μιας και η τιμή του πετρελαίου –επαναλαμβάνω- αποτελεί κάτι λιγότερο από το 30%, το 27% της λιανικής τιμής.

Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι τα θέματα που παραμένουν και πρέπει –προφανώς- να αντιμετωπιστούν είναι θέματα στρέβλωσης του ανταγωνισμού στη διύλιση και στην εμπορία υγρών καυσίμων. Εδώ, πρώτον, έχουμε σημαντική εν εξελίξει δραστηριότητα αποφάσεων από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, προκειμένου να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός και δεύτερον, υπάρχουν σημαντικές προτάσεις από την πλευρά των πρατηριούχων και άλλων, οι οποίοι πιέζουν προς μία κατεύθυνση επίσης ενίσχυσης του ανταγωνισμού και αποδυνάμωσης ολιγοπωλιακών πρακτικών.

Σε κάθε περίπτωση, η Κυβέρνηση είναι ταγμένη αυτή τη στιγμή να πατάξει το κύριο πρόβλημα γύρω από αυτό το θέμα, που είναι το λαθρεμπόριο. Σχετικές εξαγγελίες έχουν γίνει από το Υπουργείο Οικονομικών.

Εμείς συνεχίζουμε, πρώτον, με τους ελέγχους και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού, τους ελέγχους του ΣΔΟΕ, το Παρατηρητήριο Τιμών και την ανοιχτή γραμμή καταναλωτών στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου, την αντιμετώπιση του λαθρεμπορίου καυσίμων, το ενιαίο σύστημα το οποίο όλοι υποστηρίζουμε και θέλουμε την πλήρη και ολοκληρωμένη εφαρμογή του και την παρακολούθηση της ενσωμάτωσης νέων τεχνολογιών, με τις οποίες όλοι οι παραπάνω στόχοι θα ρυθμίζονται ακόμα καλύτερα.

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΕΓΚΕΡΟΓΛΟΥ:
Κύριε Υπουργέ, από τα στοιχεία που επιβεβαιώσατε και εσείς, 27% περίπου είναι ο μέσος όρος της αξίας του καυσίμου. Με λίγα λόγια, 73% είναι οι φόροι κάθε λογής.

Αυτό σημαίνει, πρώτον, ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο φορολογικής επιβάρυνσης του καυσίμου. Και αυτό έχει να κάνει με κάποιους που σκέφτονται να βάλουν νέο φόρο στα καύσιμα, πιθανόν επειδή διευκολύνει άλλα πράγματα, άλλες σκέψεις, δίνει λύσεις σε άλλα θέματα. Όμως, εδώ βλέπουμε ότι αυτό είναι απαγορευτικό.
Δεύτερον, με αυτά που μου είπατε φαίνεται ότι δεν υπάρχει ζήτημα ανταγωνισμού στο επίπεδο της λιανικής και με αυτά τα οποία γνωρίζουμε μπορούμε να ψάξουμε κάπου στο ενδιάμεσο και πιθανόν στην τιμή διυλιστηρίου, εφ' όσον υπάρξουν γενικότερες συνθήκες ανταγωνισμού, όπως είναι παραδείγματος χάριν η μεταφορά καυσίμων από άλλες χώρες που είναι πάρα πολύ δύσκολη λόγω και της γεωγραφικής θέσης της χώρας μας.
Το άλλο συμπέρασμα είναι ότι χρειάζεται να επικεντρωθείτε και να ενισχυθεί ασφαλώς ο στόχος που έχετε θέσει για το λαθρεμπόριο.

Για να συναρτάται, όμως, με το θέμα θα πρέπει να πούμε ότι η ετήσια εξοικονόμηση από το λαθρεμπόριο καυσίμων, που σημαίνει είσπραξη των αντίστοιχων ποσών που αφορούν άλλες ποσότητες που δεν φορολογούνται και δεν είναι αυτές που πάνε στην λιανική, δεν είναι αυτές οι οποίες νόμιμα οδηγούνται στον καταναλωτή, θα σημάνει και μείωση των σταθερών χρεώσεων στα καύσιμα. Εάν, δηλαδή, επιτευχθεί ένας στόχος που αφορά 1 δισεκατομμύριο ευρώ τον χρόνο και ενώ εισπράττει το κράτος 14 δισεκατομμύρια –δεν θυμάμαι τι προβλέπει ο προϋπολογισμός για το 2016-, αυτή η ωφέλεια θα πρέπει να προστεθεί στα συν του καταναλωτή, άρα να αφαιρεθεί φόρος. Δεν είναι γενικός ο στόχος μόνο, να το πετύχουμε. Μετά να πάνε πού όλα αυτά; Θα ήταν, λοιπόν, θετικό εάν το συνδέατε.

Το τελευταίο που θα ήθελα να σας πω είναι το εξής: Όπως γνωρίζετε, τα πρατήρια έχουν πάρα πολύ μικρό ποσοστό κέρδους. Επειδή έχει καταστεί και από τα πράγματα αναγκαία και υποχρεωτική η χρήση του πλαστικού χρήματος και θα ήταν καλό, ασφαλώς υπό προϋποθέσεις, αυτό να επεκταθεί ακόμα περισσότερο, εφόσον λυθούν ορισμένα ζητήματα, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το μεγάλο θέμα που έθεσε και η προηγούμενη ερώτηση, που έχει να κάνει με το κόστος των ηλεκτρονικών συναλλαγών.

Θα σας πω το εξής: Τα πρατήρια με το πολύ μικρό, δυστυχώς, ποσοστό κέρδους, με τη μεγάλη επιβάρυνση που έχουν από τις τράπεζες, έχουν συμπιεστεί πάρα πολύ.
Είναι αθέμιτος, όμως, αυτός ο ανταγωνισμός. Δηλαδή ενώ θα έπρεπε να είναι 0,2% και 0,3% από τις 7 με 9 του Γενάρη, σύμφωνα με τον κανονισμό, πράγμα για το οποίο φαίνεται να έχει ολιγωρήσει και το Υπουργείο Οικονομικών και η Τράπεζα της Ελλάδος –είναι ήδη Φλεβάρης και δεν έχουν δρομολογηθεί οι απαραίτητες διαδικασίες για την εφαρμογή του κανονισμού-, αυτό το κόστος ξεπερνάει πολλές φορές -εσείς είπατε στην καλύτερη περίπτωση- και το 1%, αλλά και 1% να είναι, όταν το ποσοστό κέρδους είναι 3% και 4% καταλαβαίνετε ότι υπάρχει τεράστιο πρόβλημα. Δεν μπορεί το σύστημα το τραπεζικό, στο οποίο υποχρεωτικά οδηγούμε και τον πρατηριούχο και τον καταναλωτή, λόγω άλλων αναγκών και διαδικασιών –θεμιτών- να έχει τέτοια υπερκέρδη, γιατί περί υπερκερδών πρόκειται.

Άρα θα ήθελα και σε αυτό, αν είναι δυνατόν, να στοχεύσετε και ως αρμόδιος για την προστασία του καταναλωτή πείτε στον κ. Αλεξιάδη ότι πρέπει κάποια στιγμή να βγάλει την απόφαση. Δεν γίνεται αλλιώς. Πείτε του το.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ (Υπουργός Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού): Νομίζω ότι υπάρχει μία συμφωνία για το ότι ακολουθούν ή τουλάχιστον σε ένα επίπεδο οι χονδρικές τιμές μια στοιχειώδη αναλογικότητα με τη μείωση των τιμών.
Προφανώς υπάρχει το θέμα των φόρων. Δεν νομίζω ότι είναι στιγμή να υποσχεθούμε μείωση φόρων. Δεν φαντάζομαι ότι θα υπάρξει αυτό. Η διευκόλυνση όμως της πάταξης του λαθρεμπορίου –συμμερίζομαι αυτήν την άποψη απολύτως- δημιουργεί το περιθώριο μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης, που θα διευκολύνει πραγματικά και το Δημόσιο, διότι δεν χρειάζεται να πάρει όλη την αύξηση από την πάταξη της φοροδιαφυγής, αλλά ταυτόχρονα θα βοηθήσει και τον καταναλωτή με μια πιο ελαστική προσαρμογή των φόρων κατ' αναλογία των τιμών του πετρελαίου. Άρα είναι ανοιχτό αυτό το θέμα. Είναι υπαρκτό.

Συμμερίζομαι επίσης ότι η χρήση πλαστικού χρήματος βέβαια από τη μια μεριά διευκολύνει πολύ και το λιανεμπόριο καυσίμων, διότι οι συναλλαγές που κάνουν αυτά τα πρατήρια είναι πολύ μεγάλες και έχουν μεγάλο κόστος ασφάλειας κ.ο.κ. Από την άλλη πλευρά είναι ένας τομέας όπου οι χρεώσεις των τραπεζών κατά προτεραιότητα, όπως και στις εταιρείες μαζικής λιανικού εμπορίου πρέπει να είναι πολύ χαμηλές. Πρέπει δηλαδή να πλησιάζουν αυτό που αρχικά υπονοήσαμε σε προηγούμενη ερώτηση, να είναι πολύ κάτω από το 1%.

Πρέπει να είναι κοντά σε αυτό που θεωρείται 0,4%- 0,5%, ακριβώς επειδή η φύση αυτών των συναλλαγών επιτρέπει μειωμένο κόστος και για τις τράπεζες. Είμαστε σε συνεχή διάλογο με τους πρατηριούχους. Είναι θέματα τα οποία μπορούμε να λύσουμε μ' αυτόν τον τρόπο.

 

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline