Ηλίας Ηλιόπουλος: ΓΑΛΛΙΑ: Όταν η Γεωγραφία καθορίζει την Ιστορία

Από γεωπολιτικής επόψεως, η Γαλλία είναι μία Μέση Ηπειρωτική Δύναμη με παγκόσμια συμφέροντα. Ως προς αυτό μοιάζει με την Γερμανία – με την σοβαρή διαφορά, όμως, ότι, ως μετα-αυτοκρατορική Δύναμη («post-imperial power», κατά τον τ. Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, Zbigniew Brzezinski), η Γαλλία διαθέτει ακόμη διεθνώς ερείσματα γεωπολιτικά, διεθνοπολιτικά, οικονομικά και γεωπολιτισμικά (Ζώνη της «Francophonie») και εμφορείται από ανάλογη αυτοπεποίθηση και συνείδηση οικουμενικής αποστολής.

Επιπροσθέτως, η Γαλλία χαίρει δύο εξαιρετικών προνομίων που ελάχιστοι Δρώντες του διεθνούς συστήματος απολαμβάνουν: Πρώτον, κατέστη, από εποχής Καρόλου Ντε Γκωλλ, Πυρηνική Δύναμη και, δεύτερον, κατέχει μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του OHE, διαθέτουσα και το προβλεπόμενο δικαίωμα αρνησικυρίας. Υπό την έννοια αυτή, αντιλαμβάνεται εαυτόν – και νοείται υπό των τρίτων – ως «Μεγάλη Δύναμη» της διεθνούς Πενταρχίας, κατά την κλασσική ορολογία της Διπλωματικής Ιστορίας και των Διεθνών Σχέσεων.

Η Γαλλία επεδίωξε μεταπολεμικώς και εξακολουθεί να επιδιώκει την συγκρότηση ενός Ευρωπαϊκού Ηπειρωτικού Ομοιογενούς Πόλου Ισχύος, σε στρατηγική συνεννόηση με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (διάβαζε: Γαλλο-Γερμανικός Άξων), διότι έκρινε ότι τούτο εξυπηρετούσε και εξυπηρετεί ύψιστα εθνικά συμφέροντα της. Η εκτίμησή της αυτή οφείλεται στους εξής λόγους:

α) Γεωστρατηγικούς και αμυντικοπολιτικούς:
Μνήμων της περίφημης ρήσεως του Ναπολέοντος Βοναπάρτη ότι «κάθε κράτος κάνει την πολιτική της Γεωγραφίας του» (την οποίαν υπενθύμισε ο Πρόεδρος F. Mitterrand τον καιρό της Γερμανικής Επανενώσεως), η Ελίτ των Βερσαλλιών γνωρίζει καλώς ότι το Ευρωπαϊκόν ενοποιητικόν εγχείρημα παραμένει πάντοτε η καλλιτέρα μέθοδος επιλύσεως του λεγομένου Γερμανικού Ζητήματος, το οποίον εξακολουθεί πάντοτε να υφίσταται. Όπως και κατά το παρελθόν, έτσι και σήμερα, το Γερμανικόν Ζήτημα αφορά, πρακτικώς, την συμβατότητα του ηυξημένου γεωπολιτικού, δημογραφικού και οικονομικού βάρους της Γερμανίας με την διεθνοπολιτική τάξη της Ευρώπης.

Η Γαλλία θεωρεί ότι, εντός των πλαισίων μιας ΕΕ, συγκηδεμονευομένης υπό της ιδίας και της Γερμανίας, επιτυγχάνεται η καλύτερη εφικτή συμβατότητα, εξασφαλίζεται ο στρατηγικός έλεγχος επί της γειτονικής της χώρας και ικανοποιείται άριστα το Γαλλικό Αίτημα Ασφαλείας. Τούτο αποτελεί και την ισχυρότερη εγγύηση της αντοχής του Γαλλο-Γερμανικού Άξονος, από Γαλλικής πλευράς. Κατά την προσφυή διατύπωση Βρεττανού ερευνητού, «οι Γάλλοι δεν πρόκειται να τα σπάσουν με τους Γερμανούς υπό οιεσδήποτε συνθήκες – διότι γνωρίζουν ότι, εάν το κάνουν, η Ευρώπη θα κυριαρχηθεί απολύτως πλέον από τους Γερμανούς.» (J. Stephenson)

β) Γεωπολιτικούς και διεθνοπολιτικούς:
Οι ιθύνοντες της «Grande Nation» προσδοκούν σημαντικά κέρδη σε Ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο από την σύμπηξη του Ευρωπαϊκού Πόλου Ισχύος και, άρα, την σύμπραξη με την Γερμανία στο μεικτό άτυπο Διεθυντήριο αυτού του υπό εκκόλαψιν Ενιαίου Ηπειρωτικού Χώρου.
Συγκεκριμένα, από εποχής Ντε Γκωλλ, η Γαλλία γνωρίζει ότι η Γερμανία της είναι απολύτως απαραίτητη, προκειμένου να δυνηθεί να αμφισβητήσει με κάποια προοπτική επιτυχίας, μακροπροθέσμως, την Αμερικανική Ηγεμονία. Κερδίζοντας την «Δύναμη στο μέσον της Ευρώπης» υπέρ των στρατηγικών και γεωπολιτικών σχεδιασμών της για το μεταψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα, κερδίζει την ισχυρότερη χώρα της γηραιάς ηπείρου. Προσέτι, η Γερμανία έχει ίδιον συμφέρον στην στρατηγική συνεννόηση με την μετα-Σοβιετική Ρωσσία, την οποία προσέγγιση επιθυμεί και η Γαλλία, στα πλαίσια της ιδικής της στρατηγικής σχεδιάσεώς της για ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα.

γ) Οικονομικούς:
Είναι κοινό μυστικό ότι η Γαλλία υπήρξε μέχρι σήμερα η μεγάλη ωφελημένη από την πορεία του Ευρωπαϊκού εγχειρήματος, εν τη στενή οικονομική εννοία τουλάχιστον (διότι, εν τη ευρεία γεωοικονομική εννοία, η μεγάλη ωφελημένη υπήρξε η Γερμανία). Από πλευράς τους, οι Κυβερνήσεις της Βόννης εσκεμμένως επέτρεψαν την εξέλιξη αυτή και έτειναν πάντοτε ευήκοον ους στις Γαλλικές αξιώσεις για προφανείς λόγους εξυπηρετήσεως υπερτέρων εθνικών συμφερόντων – όθεν και ο διαβόητος όρος «Schechbuch-Diplomatie», δηλ. «διπλωματία του καρνέ των επιταγών», που κατέστη συνώνυμος της μεταπολεμικής Γερμανικής Εξωτερικής Πολιτικής, ιδίως επί της μακράς (εικοσαετούς σχεδόν) υπουργικής θητείας του Hans Dietrich Genscher.

Ο ρόλος του Βερολίνου είναι, επομένως, πολύτιμος για το Παρίσι. Ωστόσο, η πορεία της πρώτης μεταψυχροπολεμικής δεκαετίας δεν ήταν απηλλαγμένη παλινδρομήσεων, αντιφάσεων, τριβών ή και κρίσεων.

Η ριζική μεταβολή του γεωπολιτικού και γεωστρατηγικού περιβάλλοντος συνεπεία των κοσμοϊστορικών αλλαγών της περιόδου 1989-91, έθεσε την Γαλλία ενώπιον σοβαρού διλήμματος: Οι Γκωλλικές στρατηγικές/πολιτικές παρακαταθήκες, αλλά και η αντίληψη που η ίδια έχει περί του εαυτού της και του ρόλου της στον κόσμο, της υπαγορεύουν μία πορεία εμπράκτου αμφισβητήσεως της Αμερικανικής Ηγεμονίας, και δη σε όλα τα επίπεδα: στρατηγικό/γεωπολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό. Για να είναι όμως συνεπής η αμφισβήτηση αυτή, οφείλει να μετουσιωθεί σε συγκεκριμένη πρόταση για την συγκρότηση ενός πλήρως ολοκληρωμένου Ευρωπαϊκού Πόλου Ισχύος. Όπερ και εγένετο μεταπολεμικώς, υπό την αδιαφιλονίκητη όμως πολιτική πρωτοκαθεδρία των Παρισίων έναντι της συμπαθούς μεν, πλην πολιτικώς εξηρτημένης τότε, «Παραρρηνείου Δημοκρατίας» της Βόννης του Konrad Adenauer.

Μετά την Γερμανική Επανένωση (1990) όμως, και στο μέτρο που η περαιτέρω ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία ανεδείκνυε μία δυνητική Ηπειρωτική Περιφερειακή Δύναμη «Ευρώπη», της οποίας το κέντρον βάρους έχει σαφώς μετατοπισθεί ανατολικώτερα και βορειώτερα, προς την πλευρά της Βόννης (ακριβέστερα: του Βερολίνου), η Γαλλία άρχισε να διακατέχεται εκ νέου (παρ' όλους τους καθιερωμένους δημόσιους όρκους αφοσιώσεως στο ιδεώδες της Μεγάλης Ευρώπης) από την παραδοσιακή της Γερμανοφοβία. Αυτή υπήρξε η γεωπολιτική αιτία της δυσχερούς θέσεως στην οποία περιήλθε η Γαλλία μετά το 1990. Διότι, αν, επί παραδείγματι, για την Αγγλία το ζήτημα ήταν απλούστατο και η συνταγή επί αιώνες δοκιμασμένη (ωθούμε την Ρωσσία κατά του Ναπολέοντος, την Αμερική κατά του Κάϊζερ ή του Χίτλερ, και, ξανά, την Αμερική κατά του Στάλιν, με τον ίδιο πάντοτε στρατηγικό στόχο: να αποτρέψουμε την ηγεμονία μιας και μόνης Δυνάμεως στο απέναντι ηπειρωτικό συγκρότημα), η Γαλλία, αντιθέτως, αισθανόταν αίφνης να περιέρχεται σε στρατηγικό αδιέξοδο: Το αργότερο με την εμφάνιση μιας ανερχομένης ισχυράς Γερμανίας (που διαλαλούσε με στόμφο, από το 1991 και μετέπειτα, ότι δεν θα αρκείται πλέον στο να «πληρώνει», αλλά απαιτούσε να έχει λόγο επί παντός, κυρίως δε επί της «Υψηλής Πολιτικής») η Γκωλλική Στρατηγική έμοιαζε να έχει αγγίξει τα όριά της.

Εδώ συνίστατο το κλειδί της ερμηνείας της επιφανειακά ανεξήγητης συμπεριφοράς του Προέδρου Jacques Chirac, που έκαμε, στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του '90, την κοινότητα των αναλυτών να διερωτάται πώς αυτός ο «Γκωλλικός» πολιτικός εφήρμοζε, στα πρώτα στάδια της θητείας του, μία τόσο «αντι-Γκωλλική» πολιτική: Επανέφερε, βήμα προς βήμα, την Γαλλία στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (μία πολιτική την οποίαν ακολούθησε πιστά και επεξέτεινε ο διάδοχός του, Nicolas Sarközy). «Νεκρανέστησε» κυριολεκτικώς την λησμονημένη στρατιωτική «Entente» με την μισητή επί μισόν αιώνα Αλβιώνα (όρα την συνάντηση Chirac - Blair στο Saint-Malo το 1998). Έφθασε δε μέχρι του σημείου να συμμετάσχει, παρά το πλευρόν των ΗΠΑ και από κοινού με την Μ. Βρεττανία (και την Γερμανία), σε ένα πόλεμο εναντίον ενός ιστορικά συμμάχου Έθνους (Σερβία 1999). Εσχάτως μάλιστα – και παρά την σφοδρή αντίθεσή της στην Αγγλοσαξονική επέμβαση στο Ιράκ προ 10ετίας – η Γαλλία υπεστήριξε και υποστηρίζει ενεργώς την Αμερικανική εκστρατεία αποσταθεροποιήσεως της Ευρυτέρας Μέσης Ανατολής (Λιβύη, Συρία κ.λ.π.)

Η απάντηση της στρατηγικής αναλύσεως στα εύλογα αυτά ερωτήματα είναι ότι ακόμη και μία Γαλλία, η πολιτική ελίτ της οποίας εξακολουθούσε, σε πείσμα των πραγματικών μεγεθών, να διακατέχεται από την «ψυχωτική obsession ότι η χώρα της είναι Παγκόσμιος Δύναμη» (Brzezinski), έβλεπε εαυτήν αναγκασμένη να αποδεχθεί τον επικυριαρχικό ρόλο της Παγκοσμίου Δυνάμεως (διάβαζε ΗΠΑ), αφού όχι μόνον δεν μπορούσε να επιτελέσει τον ρόλο αυτόν η ιδία η Γαλλία, αλλά οι πενιχρές της δυνατότητες δεν επαρκούσαν ούτε καν για να αποτελέσει - μόνη της - το αναγκαίο αντίβαρο στην Γερμανική ισχύ.

Εν τούτοις, με την πάροδο του χρόνου επεκράτησαν στις Βερσαλλίες και στο Και ντ' Ορσέ ωριμότερες σκέψεις. Επανεκτιμώντας ψύχραιμα την κατάσταση, υπό την πίεση και της περαιτέρω οξύνσεως του Ηγεμονισμού της Ουάσιγκτων, η Γαλλία επέλεξε τελικώς την οδό της στρατηγικής συνεννοήσεως με την μεγάλη γείτονα για την συνδιαμόρφωση του μετα-ψυχροπολεμικού διεθνούς συστήματος. Με επέκταση μάλιστα της ήδη θεαματικής συμπράξεως εφ' όλων των πεδίων (οικονομικού, διεθνοπολιτικού, αμυντικού, πολιτισμικού, ιδεολογικού), θεωρώντας ότι αυτή έχει καταστεί, για να χρησιμοποιήσουμε μία έκφραση του συρμού, «μονόδρομος».

Όπως το έθεσε ο Γάλλος ιστορικός Jaques Bariéty: «Ο βίος της Γαλλίας εξαρτάται κατά μέγα μέρος από την γειτονία με την Γερμανία και από την κατάσταση των Γαλλο-Γερμανικών σχέσεων. Είτε οι Γάλλοι το συνειδητοποιούν είτε όχι: Η Γεωγραφία καθορίζει την Ιστορία. Αυτός ο θεμελιώδης παράγων προσέλαβε μεγίστη σημασία ιδιαιτέρως από τον 19ο αιώνα και εντεύθεν – αφ' ότου, δηλαδή, η ενοποιημένη Γερμανία κατέστη, είτε διά του δημογραφικού, είτε διά του οικονομικού, είτε ακόμη και διά του στρατιωτικού της βάρους, ο υπ' αριθμόν ένα εταίρος της Γαλλίας στον διεθνή βίο, εν πολέμω ή εν ειρήνη.»

* Ο Ηλίας Ηλιόπουλος είναι Ιστορικός – Διδάκτωρ του Λουδοβικείου-Μαξιμιλιανείου Πανεπιστημίου Μονάχου, Καθηγητής της Ναυτικής Σχολής Πολέμου (Σχολή Διοικήσεως - Επιτελών Πολεμικού Ναυτικού) και Στρατηγικός Αναλυτής.

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline