Φιλιππος Σαχινίδης: Αλ.Τσίπρας- Μ. Ομπάμα και έξοδος από την ύφεση.

Πριν από τις εκλογές, (του Μαϊου 2012), όταν πλέον ήταν αποδεκτό ότι είχαμε διανύσει τα δύο τρίτα του δρόμου της δημοσιονομικής προσαρμογής, η Κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου έθεσε το ζήτημα της επιμήκυνσης του προγράμματος και πέτυχε να υιοθετηθεί ρήτρα ύφεσης.

Στο δεύτερο πρόγραμμα υπήρχε πλέον η ρήτρα ύφεσης, η οποία, χάρη στις διαπραγματεύσεις τις οποίες έκανε τότε η κυβέρνηση, δίνει στην Ελλάδα το δικαίωμα να μετατεθεί χρονικά η επίτευξη του στόχου. Βέβαια, αυτό το οποίο θα έπρεπε να διεκδικήσει η χώρα δεν είναι η επιμήκυνση ως προς την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου, αλλά η ισομερής κατανομή των μέτρων σε βάθος τετραετίας.

Αυτό δεν έγινε αποδεκτό από τους πιστωτές μετά τη συγκρότηση της κυβέρνησης εθνικής ανάγκης κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Αντίθετα, ζητήθηκε από την Ελλάδα να συνεχίσει την προκυκλική πολιτική, ακολουθώντας ένα ιδιαίτερα εμπροσθοβαρές πρόγραμμα, όπως προανέφερα, μεταθέτοντας το μεγαλύτερο μέρος των βαρών της διετίας 2013-2014 στο έτος 2013.

Τους κινδύνους της προκυκλικής πολιτικής επισημαίνει στο ίδιο βιβλίο ο Μπόφινγκερ, λέγοντας τα εξής: «Με αυτήν ακριβώς την πολιτική έφερε στις αρχές της δεκαετίας του '30 ο τότε Καγκελάριος του Ράιχ Χάινριχ Μπρούνινγκ την οικονομική και κατόπιν, πολιτική κατάρρευση της Ευρώπης».

Εύλογα, λοιπόν, τίθεται το ερώτημα: Γιατί τέθηκε σε εφαρμογή αυτή η προκυκλική δημοσιονομική προσαρμογή; Γιατί δεν ακολουθήθηκε η παραδοσιακή κεϋνσιανή στρατηγική της αύξησης των δημοσίων δαπανών, που θα οδηγούσε ίσως σε ανάσχεση της προϋπάρχουσας ύφεσης; Είναι μια πρόταση που φαίνεται να υποστήριξε και ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Τσίπρας, κατά την πρόσφατη ομιλία του τόσο στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής όσο και στο Brookings Institute. Υπενθυμίζω ότι ο κ. Τσίπρας επικρότησε την πολιτική του Προέδρου Ομπάμα να αυξήσει τα ελλείμματα για να αντιδράσει στην κρίση του 2008.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι του ΣΥΡΙΖΑ, ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, ο κ. Ομπάμα, δεν είναι αριστερός ούτε γνωρίζει ότι επικροτεί τις απόψεις του ο κ. Τσίπρας. Ο κ. Τσίπρας δεν καταλαβαίνω γιατί θεωρεί ότι αυτά είναι αριστερή πολιτική, όταν τα εφαρμόζει ο Πρόεδρος της «Μέκκας του καπιταλισμού»; Αυτό που κάνουν αυτή τη στιγμή οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής είναι απλώς να εφαρμόζουν τα μαθήματα που διδάχθηκαν από την κρίση του 1929. Αμέσως μετά την κρίση, ο Κέυνς με τη θεωρία του είπε ότι «σε συνθήκες ύφεσης η δημόσια δαπάνη αναπληρώνει τις απώλειες της ζήτησης». Αυτό κάνει η Αμερική με την πολιτική που ακολουθεί από το 2008 και μετά.

Η χώρα μας, έχοντας ένα τεράστιο έλλειμμα και ένα τεράστιο χρέος, βρέθηκε το 2010 στο επίκεντρο μιας κερδοσκοπικής επίθεσης και στερήθηκε της δυνατότητας άντλησης κεφαλαίων από τις αγορές για να κάνει δημοσιονομικές παρεμβάσεις, οι οποίες, όμως, όταν έγιναν τόσο το 2008 όσο και το 2009, δεν πέτυχαν να αποδώσουν σε όρους ανάσχεσης της ύφεσης, καθώς και το 2008 και το 2009 είχαμε αύξηση του ελλείμματος και ταυτόχρονα, ύφεση στην ελληνική οικονομία.

Οι κυβερνήσεις στο παρελθόν –και εννοώ πριν το ξέσπασμα της διεθνούς κρίσης το 2008- δεν φρόντισαν να συγκρατήσουν στην Ελλάδα τα ελλείμματα και το χρέος, όσο η οικονομία είχε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Όταν, λοιπόν, ξέσπασε η διεθνής κρίση, ήταν πολύ αργά και η οικονομία μπήκε σχεδόν αμέσως σε ύφεση. Από τη στιγμή που η χώρα προσέφυγε στο Μηχανισμό, ήταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει ένα πρόγραμμα προκυκλικής δημοσιονομικής προσαρμογής, κυρίως με βάση τα ποσά που ήταν διατεθειμένοι να προσφέρουν οι θεσμικοί δανειστές.

Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται σήμερα είναι αν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της Ελλάδας, έτσι ώστε να επιταχύνουμε τη διαδικασία εξόδου από την κρίση και από την ύφεση. Πιστεύω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι το πρόβλημα της Ελλάδας σχετίζεται κυρίως με το τεράστιο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, το οποίο άρχισε να διαμορφώνεται σταδιακά από την ημέρα που η χώρα μας εντάχθηκε στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση.

Αυτό το έλλειμμα, σε συνδυασμό με την ύφεση η οποία άρχισε να εκδηλώνεται από το 2008 και τη δημοσιονομική κατάρρευση του 2009, διαμόρφωσαν συνθήκες πολλαπλής κρίσης στη χώρα μας. Η αντιμετώπιση της κρίσης θα μπορούσε να γίνει με μικρότερο κόστος για τους πολίτες σε όρους ανεργίας και μείωσης των εισοδημάτων, εάν η λύση που προκρίθηκε από την πλευρά της Ευρώπης δεν απόρρεε από τη λογική της συναίνεσης του Βερολίνου που ιδεοληπτικά έβλεπε τις κρίσεις της Ευρωζώνης ως μια κρίση χρέους, αν δηλαδή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναλάμβανε έγκαιρα ευθύνες που τελικά εκ των υστέρων δέχθηκε να αναλάβει, όπως το Πρόγραμμα Αγοράς Ομολόγων Χωρών της Ευρωζώνης στη δευτερογενή αγορά και αν έδειχνε από την πρώτη στιγμή αποφασιστικότητα για την ουσιαστική στήριξη του τραπεζικού συστήματος αυτών των χωρών.

Αυτό δεν έγινε και τα αποτελέσματα –τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το βάθεμα της ύφεσης- τα γνωρίζουμε. Τώρα υπάρχει μια ευκαιρία σε ευρωπαϊκό επίπεδο να επανεξεταστούν πολλά ζητήματα του Προγράμματος που σχετίζονται με την αναπτυξιακή στρατηγική. Για παράδειγμα, ενώ κατά τον ΟΟΣΑ η χώρα μας υπήρξε πρωτοπόρος κατά την τελευταία διετία στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αυτές τελικά δεν πέτυχαν να οδηγήσουν σε ανάσχεση της ύφεσης.

Εύλογα, λοιπόν, κάποιος θα έπρεπε να θέσει το ερώτημα γιατί εφ' όσον κάναμε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, δεν καταφέραμε να προχωρήσουμε σε ανάσχεση της ύφεσης, διότι η εμπειρία δείχνει ότι οι διαρθρωτικές αλλαγές σε μια οικονομία για να παράξουμε τα επιθυμητά αποτελέσματα, θέλουν χρόνο για να μπορέσουν να δουλέψουν. Επομένως, δεν μπορεί όλη η στρατηγική της ανάπτυξης να επαφίεται αποκλειστικά και μόνο στην υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών. Αυτές θα αποδώσουν, αλλά σε βάθος χρόνου.

Επίσης, για την αντίληψη ότι οι παρεμβάσεις, όπως η μείωση του κατώτατου μισθού ή η μείωση γενικότερα των μισθών στη χώρα δεν λύνουν το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας, θα επικαλεστώ δυο παραδείγματα. Ο κατώτατος μισθός στην Ισπανία ήταν μέχρι πρότινος χαμηλότερος σε σχέση με τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα. Όμως, αυτό δεν έλυσε το πρόβλημα της ανεργίας στην Ισπανία ούτε και το πρόβλημα της ανεργίας των νέων. Όμως, ας πάρουμε και γειτονικές χώρες, όπως είναι η Βουλγαρία. Εκεί οι μισθοί είναι πολύ χαμηλότεροι σε σχέση με την Ελλάδα. Μήπως η Βουλγαρία κατάφερε να προσελκύσει περισσότερες επενδύσεις, έτσι ώστε να λύσει και το πρόβλημα της ανάπτυξης και το πρόβλημα της απασχόλησης; Όχι, βέβαια.

Αυτό, λοιπόν, το οποίο πρέπει να καταγραφεί και πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι τελικά στην περίπτωση της Ελλάδας από την εμπειρία προέκυψε ότι ένα σημαντικό μέρος από το όφελος για την ανταγωνιστικότητα που προέκυψε μέσα από τις μειώσεις των μισθών, τελικά εξουδετερώθηκε από την ανατίμηση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι τρίτων νομισμάτων. Σ' αυτή, λοιπόν, την κρίσιμη συγκυρία, η Ευρώπη θα πρέπει να επανεξετάσει τη στρατηγική της ανάπτυξης, διότι τότε –και μόνο τότε- θα βοηθηθούν οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, όπως είναι η Ελλάδα και η Πορτογαλία, για να βγουν από την κρίση. Και αυτό θα βοηθήσει και την ίδια την Ευρωζώνη να ξεπεράσει την κρίση που τελικά δεν είναι μια κρίση χρέους, αλλά σε ένα σημαντικό βαθμό αποτέλεσμα των αδυναμιών που υπήρχαν στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της.

(Το, αρκετά διαλεκτικό και διεισδυτικό, κείμενο αυτό αποτελεί το δεύτερο μέρος της εισήγησης του πρώην υπουργού Οικονομικών και βουλευτή Λαρίσης του ΠΑΣΟΚ Φίλιππου Σαχινίδη κατά τη συζήτηση για το Σχέδιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016)

 

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline