Όπως σημειώνουν στελέχη της αγοράς, η διατάραξη της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας έχει επιδράσει και στις τιμές μιας σειράς υλικών, προκαλώντας αυξήσεις που κυμαίνονται από 15% μέχρι και 75% σε πολλές περιπτώσεις, ενώ επιπλέον επιβάρυνση προκαλεί και η αύξηση των τιμών του πετρελαίου που είναι καθοριστικός παράγοντας όχι μόνο στο κόστος χρήσης των μηχανημάτων αλλά και σε υλικά, όπως τα ασφαλτικά προϊόντα και οι πλαστικοί σωλήνες. Μεγάλες αυξήσεις, τουλάχιστον κατά 50%, έχει καταγράψει και ο σίδηρος. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που έθιξαν πρόσφατα και στελέχη του ομίλου ΤΙΤΑΝ, απευθυνόμενα σε αναλυτές, με αφορμή τα αποτελέσματα εξαμήνου της ελληνικής βιομηχανίας τσιμέντου και δομικών υλικών. Όπως τόνισαν, πολλά έργα, μικρά ή και μεγαλύτερα, τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά, έχουν «κολλήσει» λόγω της κατακόρυφης αύξησης του κόστους του χάλυβα και άλλων υλικών, με αποτέλεσμα οι κατασκευαστές να προχωρούν σε αναδιαπραγματεύσεις με τους προμηθευτές τους. Άλλωστε, το περιθώριο ανάμεσα σε ένα κερδοφόρο κι ένα ζημιογόνο έργο είναι ιδιαίτερα στενό, με αποτέλεσμα να απειλείται η ομαλή εκτέλεση πληθώρας συμβάσεων, που έχουν υπογραφεί τους τελευταίους μήνες.
Η μεγάλη αύξηση του κόστους εκτέλεσης πολλών έργων έχει ουσιαστικά «πετάξει από το παράθυρο» τους προϋπολογισμούς και τις προσφορές που έχουν δοθεί για την υπογραφή των σχετικών συμβάσεων, καθώς δεν έχουν γίνει προβλέψεις για τόσο σημαντικές διακυμάνσεις. Ταυτόχρονα δεν επιτρέπεται η εκ των υστέρων αναθεώρησή τους, τη στιγμή που μια τέτοια κίνηση κρίνεται από ορισμένους φορείς του κλάδου ως δυνητικά προβληματική, καθώς ουσιαστικά θα διαφοροποιήσει τους όρους του διαγωνισμού, ανοίγοντας τον δρόμο στους υπόλοιπους μειοδότες ενός διαγωνισμού να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη.
Το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο σε δημόσια έργα, είτε του υπουργείου Υποδομών είτε των δήμων και των περιφερειών. Αντιθέτως, σε έργα ΣΔΙΤ και έργα παραχώρησης υπάρχουν σχετικές προβλέψεις, με αποτέλεσμα να είναι ευκολότερη η διαχείριση του σημερινού προβλήματος. Παράλληλα, οι μεγαλύτερες εταιρείες έχουν τη δυνατότητα, έστω κι αν υφίστανται και αυτές οικονομική πίεση, να διαχειριστούν την κατάσταση, δεδομένων και των οικονομιών κλίμακας.
Στον αντίποδα, οι μικρότερες εταιρείες αντιμετωπίζουν πρόβλημα βιωσιμότητας, καθώς το ζήτημα αυτό έρχεται σε συνέχεια μιας από τις πιο δύσκολες περιόδους για τον κλάδο, ως αποτέλεσμα της ένδειας έργων και των υπερβολικών εκπτώσεων.
Το ζήτημα έχουν αναδείξει οι εργοληπτικοί φορείς ήδη από τις αρχές του έτους, καταθέτοντας μάλιστα και πρόταση νομοθετικής παρέμβασης από το τέλος Απριλίου για τη θεσμοθέτηση αναθεωρήσεων στις τιμές, ώστε να μπορέσουν να προχωρήσουν τα έργα με αλλαγές στους προϋπολογισμούς, ενσωματώνοντας τις αυξήσεις των υλικών. Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει κάποια σχετική αντίδραση από τους αρμόδιους κυβερνητικούς παράγοντες. Εκτός από την παραπάνω πρωτοβουλία των θεσμικών εκπροσώπων του κλάδου, έχουν γίνει και εισηγήσεις προς την κυβέρνηση να προχωρήσει σε μια συνολική αναθεώρηση του τιμοκαταλόγου των υλικών, ο οποίος δεν έχει ανανεωθεί από το 2015. Με αυτόν τον τρόπο θα διασφαλιστεί ότι τουλάχιστον τα έργα που θα προκηρυχθούν στο άμεσο μέλλον θα είναι τιμολογημένα σωστά.
Σημειωτέον ότι το πρόβλημα των ανατιμήσεων των υλικών κατασκευής δεν είναι ελληνικό, αλλά παγκόσμιο. Έχει επισημανθεί σε διεθνές επίπεδο και μάλιστα προκαλεί σοβαρά προβλήματα στο σύνολο του κλάδου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αγορά ράβδων οπλισμού, όπου οι τιμές τους αυξήθηκαν κατά 110% στην Ιταλία μέσα σε διάστημα τεσσάρων μηνών. Σύμφωνα με θεσμικούς φορείς του κλάδου, εκτός από τις ανατιμήσεις παρατηρούνται σημαντικές καθυστερήσεις στην παραλαβή των υλικών. Συχνά οι προμηθευτές είναι απρόθυμοι να συμφωνήσουν σε μια συγκεκριμένη προθεσμία παράδοσης των υλικών, λόγω των συνεχώς μεταβαλλόμενων συνθηκών της αγοράς, που με τη σειρά τους οδηγούν σε αδυναμία καθορισμού όχι μόνο της ημερομηνίας παράδοσης αλλά και της τιμής των υλικών.